Του Νίκου Ιγγλέση
Η μεγάλη νίκη της Μαρίν Λεπέν και του κόμματός της Rassemblement National (RN) – σχεδόν διπλασίασε τα ποσοστά του – στις γαλλικές βουλευτικές εκλογές της 30ης Ιουνίου θα τροφοδοτήσει περαιτέρω την έντονη συζήτηση που έχει αρχίσει, πολύ πριν τις ευρωεκλογές, για την άνοδο της Ακροδεξιάς.
Σε μια εβδομάδα (7/7), στο δεύτερο καθοριστικό γύρο των εκλογών, θα φανεί αν το RN εξασφαλίσει ή όχι την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση και θα ορίσει τον νέο πρωθυπουργό της Γαλλίας. Και στο βάθος έρχεται ο Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Το τελευταίο διάστημα δεν υπάρχει άρθρο, ανάλυση ή συνέντευξη που να μην αναφέρεται στην Ακροδεξιά. Στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, η αναφορά αυτή επισημαίνει τους κινδύνους για τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και τους φόβους επανεμφάνισης του φασισμού – ναζισμού.
Γίνεται μια συστηματική, οργανωμένη και μεγάλης έκτασης προπαγάνδα για να ανακληθούν στο συλλογικό υποσυνείδητο μνήμες και φοβίες του παρελθόντος. Τί όμως αντιπροσωπεύει η λεγόμενη Ακροδεξιά; Γιατί δέχεται τέτοια τεράστια επίθεση από τους αυτοαποκαλούμενους δεξιούς -κεντροδεξιούς, αριστερούς – κεντροαριστερούς, πράσινους – οικολόγους και άλλες συστημικές δυνάμεις που τοποθετούνται ενδιάμεσα αυτών; Ποιο είναι τελικά στην εποχή μας το πολιτικό διακύβευμα;
Τους τελευταίους αιώνες, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, δεξιά χαρακτηρίζονταν τα συντηρητικά κόμματα που επιδίωκαν τη διατήρηση του status quo. Τα κόμματα αυτά υπερασπίζονταν την κρατική – εθνική κυριαρχία, την καπιταλιστική οικονομία, τις υπάρχουσες κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις καθώς και τις θρησκευτικές και πολιτιστικές αξίες κάθε λαού.
Αντίθετα, αριστερά χαρακτηρίζονταν τα κόμματα που επιδίωκαν (μεταρρυθμιστικά ή επαναστατικά) την αλλαγή του status quo, σύμφωνα με τις εξελισσόμενες κοινωνικές ανάγκες. Τα κόμματα αυτά αποσκοπούσαν στην ανατροπή ή στον κρατικό έλεγχο (με κεϋνσιανικές πολιτικές) του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής, στην αναδιανομή του πλούτου, στον περιορισμό των ταξικών διαχωρισμών και την απελευθέρωση από τα κοινωνικά στερεότυπα. Γι’ αυτό και αποκλήθηκαν προοδευτικά.
Στην Ελλάδα, μέχρι τη Γερμανική κατοχή το 1940, η αντιπαράθεση Δεξιάς – Αριστεράς είχε τη μορφή της αντιπαράθεσης Βασιλικών – Βενιζελικών.
Η Δεξιά συχνά επεδίωκε να επιτύχει τους πολιτικούς στόχους της με αυταρχικές μεθόδους, ενίοτε με στρατιωτικά πραξικοπήματα. Η Αριστερά, από την πλευρά της, με μαζικά κινήματα που ενίοτε εξελίσσονταν σε λαϊκές επαναστάσεις. Η Δεξιά εμφανιζόταν ως πατριωτική και η Αριστερά ως διεθνιστική ( οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα). Όμως, από το 1917 ένα τμήματα της Αριστεράς (η κομμουνιστική) απέκτησε «πατρίδα», τη Σοβιετική Ένωση, μέχρι που αυτή κατέρρευσε το 1991.
Στη σημερινή εποχή, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’90, που ο καπιταλισμός πέρασε σ’ ένα νέο στάδιο, αυτό της παγκοσμιοποίησης (globalization), οι έννοιες Δεξιά και Αριστερά έχουν τελείως αλλάξει περιεχόμενο. Η Δεξιά υιοθέτησε προστάγματα της Αριστεράς και η Αριστερά αυτά της Δεξιάς.
Δεξιά και Αριστερά αποτελούν πλέον στυλοβάτες της παγκοσμιοποίησης που έχει ως βασικούς πυλώνες της την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, την ελεύθερη διακίνηση αγαθών – υπηρεσιών και την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων (μετανάστευση) προκειμένου να δημιουργηθεί μια ενιαία παγκόσμια αγορά και μια κοινή καταναλωτική κουλτούρα, όπως απαιτούν οι ανάγκες του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Σήμερα το κύριο εμπόδιο στις πολιτικές τής παγκοσμιοποίησης είναι τα κράτη – έθνη με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.
Τώρα είναι η Δεξιά που επιδιώκει να ανατρέψει το status quo. Η εθνική κυριαρχία υποβαθμίζεται συστηματικά και μεγάλα τμήματά της παραχωρούνται σε υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως η ΕΕ και η Ευρωζώνη. Τα κρατικά σύνορα γίνονται διαπερατά για τις μεταναστευτικές ροές. Οι στρατηγικές υποδομές και επιχειρήσεις εκποιούνται σε ιδιώτες – το κράτος αποδυναμώνεται. Η εγχώρια παραγωγή του αγροτικού τομέα, της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας εγκαταλείπεται απροστάτευτη (χωρίς δασμούς και φόρους) στο διεθνή ανταγωνισμό. Η ιστορική ταυτότητα του έθνους υποβαθμίζεται και η ομοιογενής κοινωνία μετατρέπεται σε πολυπολιτισμική. Οι ιστορικές αναφορές, ο αξιακός κώδικας, η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα και οι πολιτιστικές αξίες κάθε έθνους θεωρούνται παρωχημένα – αντιδραστικά κατάλοιπα. Η Δεξιά έγινε και αυτή διεθνιστική. Το ερώτημα είναι: Πώς μπορεί να υπάρχει Ακροδεξιά όταν δεν υφίσταται Δεξιά;
Προς την ίδια κατεύθυνση ενεργεί και το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα της αυτοαποκαλούμενης Αριστεράς. Στον παλαιότερο διεθνισμό της προστέθηκε ο εθνομηδενισμός και ο κάθε είδους δικαιοματισμός π.χ. για τους οικονομικούς μετανάστες, για τις σεξουαλικές ιδιαιτερότητες κ.α.. Η γκλομπαλιστική Αριστερά ταυτίζεται με όλες τις βασικές πολιτικές επιλογές της παγκοσμιοποίησης. Για τη Δεξιά και την Αριστερά υπάρχει μια μόνο κυρίαρχη ιδεολογική και πολιτική πρόταση που την ονομάζουν «πολιτική ορθότητα».
Απέναντι σ’ αυτόν τον οδοστρωτήρα της αποδόμησης και διάλυσης των εθνών, των ταυτοτήτων, των ηθικών αξιών, των οικονομικών και εργασιακών δεδομένων, των κοινωνικών σταθερών και της εθνικής ασφάλειας, ήταν αναπόφευκτο να αναπτυχθούν έντονες αντιδράσεις. Σ’ όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης εμφανίστηκαν κόμματα με θέσεις ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ή έστω ενάντια σε κάποιες από τις εκφάνσεις της.
Τα κόμματα αυτά προτάσσουν την αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας, την ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας, την προάσπιση της ομοιογένειας του πληθυσμού, αντιτάσσονται στις μεταναστευτικές ροές και δεν επιθυμούν τη μετατροπή των κοινωνιών τους σε πολυπολιτισμικές, τάσσονται κατά της αποκαλούμενης «πράσινης μετάβασης» και προασπίζονται τις πατροπαράδοτες πολιτιστικές αξίες. Με άλλα λόγια, θέλουν οι λαοί τους να διατηρήσουν τις ταυτότητές τους.
Σύσσωμοι Δεξιά – κεντροδεξιά, Αριστερά – κεντροαριστερά και λοιποί κατηγορούν τα κόμματα αυτά ως ακροδεξιά, εθνικιστικά, αυταρχικά, λαϊκιστικά, ευρωσκεπτικιστικά, ρατσιστικά, ομοφοβικά, ως φίλα διακείμενα στον Πούτιν και τον Τράμπ. Τα κόμματα αυτά μπορούν να χαρακτηριστούν μόνο ως πατριωτικά, αφού υπερασπίζονται τα εθνικά συμφέροντα ενάντια στο διεθνισμό της παγκοσμιοποίησης.
Η προπαγάνδα των γκλομπαλιστών επισείει τον κίνδυνο εμφάνισης ενός νέου Μουσολίνι ή Χίτλερ. Αλλά, ο φασισμός – ναζισμός κυριάρχησε σε κάποιες χώρες της Ευρώπης την περίοδο του Μεσοπολέμου, μετά την επικράτηση της ρωσικής επανάστασης του 1917 και ήταν η απάντηση της τότε αστικής και μικροαστικής τάξης στον κίνδυνο του μπολσεβικισμού και της κολεκτιβοποίησης. Σήμερα τέτοια απειλή δεν υφίσταται, άρα δεν υπάρχει η κοινωνική βάση για αναβίωση φασιστικών ή ναζιστικών κομμάτων και καθεστώτων. Αντίθετα, η σύγχρονη απειλή για την ελευθερία, τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια των λαών προέρχεται από τον ιδεολογικό, πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό ολοκληρωτισμό της παγκοσμιοποίησης.
Δεν αρκούν όμως οι κάθε είδους χαρακτηρισμοί για την ανάσχεση της αντίδρασης στην παγκοσμιοποίηση. Πρόσφατα, εμφανίστηκαν αρκετά άρθρα και αναλύσεις, που τοποθετούν τα λεγόμενα ακροδεξιά κόμματα εντός του υπάρχοντος συστήματος ή τα κατατάσσουν στο παρασύστημα, δηλαδή, στο παρακράτος. Αν όμως συμβαίνει αυτό, γιατί αυτή η λυσσώδης πολεμική εναντίον τους; Τι μπορεί να φοβάται το σύστημα από ένα δικό του «παρακράτος»;
Στην Ευρώπη, τα πατριωτικά κόμματα δεν έχουν σχηματίσει κάποια Διεθνή, όπως ήταν παλαιότερα η «Κομμουνιστική Διεθνής». Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που εκλέχτηκε πρόσφατα, συγκροτούν τρεις διαφορετικές ομάδες (ECR – Μελόνι, ID – Λεπέν και το Fidesz του Όρμπαν με άλλους). Τα κόμματα αυτά έχουν μεν κοινές ιδεολογικοπολιτικές αναφορές, αλλά το καθένα καθορίζει την τακτική του ανάλογα με τα μείζονα προβλήματα κάθε χώρας, τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις αναγκαίες συμμαχίες, προκειμένου να αυξήσει την εκλογική δύναμή του ή να αναλάβει την εξουσία.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί άλλο ένα καθοριστικό πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ του κυρίαρχου συστήματος και των πατριωτικών κομμάτων, γιατί η Ρωσία είναι μια χώρα εκτός του πλαισίου της παγκοσμιοποίησης. Στην Ιταλία η Μελόνι στηρίζει μεν τη στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, αλλά αντιτίθεται στην αποστολή στρατευμάτων, ο Β. Όρμπαν της Ουγγαρίας απέρριψε την οποιαδήποτε αποστολή οπλικών συστημάτων στο Κίεβο και η AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) αντιτίθεται στη συνέχιση του πολέμου και ζητάει την αποκατάσταση των σχέσεων με τη Μόσχα.
Στην Ελλάδα, είναι να απορεί κανείς με κάποιους δημοσιογράφους και αναλυτές που ενώ έχουν ταχθεί υπέρ της Ρωσίας στον πόλεμο στην Ουκρανία ταυτόχρονα επιτίθενται σ’ όλα τα, κατ’ αυτούς, ακροδεξιά κόμματα που στην ουσία είναι σύμμαχοι της Μόσχας, με τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι γκλομπαλιστές. Πολιτική ανεπάρκεια, κόλλημα σε ιδεοληψίες του περασμένου αιώνα ή βλακεία;
Πηγή : www.ellinikiantistasi.gr