Στο νέο του άρθρο ο βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Βαρεμένος περιγράφει την εμπειρία των ταξιδιών του στην Κούβα.
Παρέα με τον Χέμινγουεϊ στην Κούβα
του Γιώργου Βαρεμένου*
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, για κάποια χρόνια είχε ξεμείνει ένα δρομολόγιο της Αεροφλότ για Κούβα και Περού, προς εξυπηρέτηση των αναγκών του αλιευτικού στόλου στον Ειρηνικό.
Με το αεροπλάνο έφθασα, ως πρώτο σταθμό, στο φτωχικό ακόμη -στα 1995- αεροδρόμιο της Αβάνας, αλλά χωρίς την βαλίτσα, την οποίαν είχαν ανοίξει στον ενδιάμεσο σταθμό της Μόσχας, δείγμα του ότι η κανονικότητα του καπιταλισμού είχε για τα καλά εγκαθιδρυθεί. Όταν, μετά από μέρες και διαμαρτυρίες, έφθασε, όλα μέσα σ’ αυτήν ήταν γλυκά, γιατί είχε ανοίξει κι ένα κουτί με ελληνικό μέλι που κουβαλούσα μη και μου λείψει εκεί στην Λατινική Αμερική.
Ήταν φανερό ότι στην πρώην Σοβιετική Ένωση είχαν αρχίσει να βάζουν για τα καλά το χέρι στο μέλι. Ξαλαφρωμένος από το βάρος της βαλίτσας, αλλά μ’ ένα κεφάλι εκατό οκάδες από το τζετ λαγκ και αφού σταμάτησα για λίγα λεπτά στο ξενοδοχείο, κατευθύνθηκα μάνι-μάνι στην περίφημη Bodeguita del Medio, όπου έπαιρνε το μοχίτο του ο papa Έρνεστ Χέμινγουεϊ.
Στον δρόμο δεν χρειαζόταν να προσέξεις πολύ για να καταλάβεις ότι η Κούβα, μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, είχε μείνει σύξυλη. Κρίση και κατάρρευση των δημόσιων δομών, με τον λαό να μετακινείται με τα πόδια και τους τυχερούς με ποδήλατο. Πιο τυχερός απ’ όλους ο Κάρλος, πρώην λοχαγός του Υγειονομικού, ο οποίος ήταν μεταξύ εκείνων που εκπλήρωσαν το διεθνιστικό τους καθήκον στην Αγκόλα και την Μοζαμβίκη και διέθετε ΙΧ, ίσως ως ανταμοιβή των υπηρεσιών του. Το μισθώσαμε ατύπως, διότι κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν από τον νόμο, αλλά σε τέτοιες έκτακτες καταστάσεις πολλά πράγματα κινούνται σε μία γκρίζα ζώνη μεταξύ νομιμότητας και μη. Σπουδαίος τύπος ο Κάρλος, συνδύαζε την σοβαρότητα με την κουβανέζικη αλλεγκρία σε εκπληκτικό βαθμό. Όλα είχαν έλθει πάνω-κάτω, αλλά το τραγούδι τραγούδι και ο χορός χορός, με μικρά κορίτσια να λικνίζονται στον δρόμο σαν σπουδαίες μπαλαρίνες μέσα στο χούλα-χουπ. Έχω την εντύπωση ότι σε τούτο το νησί οι άνθρωποι γεννιούνται για να κουνιούνται υπό τους ήχους μιάς αέναης μουσικής από μπάντες του δρόμου, που σε οποιαδήποτε πρωτεύουσα της Δύσης θα ήταν χρυσοπληρωμένες.
Τέλος πάντων, μπαίνω στην θρυλική Bodeguita και στέκομαι στον πάγκο λες και ακουμπούσα το χέρι μου στον ώμο του papa Έρνεστ. Ένας χώρος γεμάτος χαρακτήρα και αύρα από θρυλικές μορφές, από τον Γκαρσία Μάρκες ως τον Αλλιέντε, που είχαν κοινωνήσει εκεί το ρούμι τους στην μορφή του μοχίτο.
Στον τοίχο πίσω από τον μπάρμαν, καρφιτσωμένα χαρτονομίσματα από πολλές χώρες, δέχθηκαν και την δική μου συνεισφορά στην παρέα. Ένα ελληνικό πεντακοσάρικο δραχμές, που νόμιζα ότι θα μείνει εκεί για πάντα. Σε μία δεκαετία που επέστρεψα, η ταπεινή δραχμούλα ήταν μια αμυδρή ανάμνηση σε μία “νεόπλουτη” και ξιπασμένη Ελλάδα και το πεντακοσάρικο είχε καεί μετά από μία βομβιστική επίθεση στην Bodeguita και άλλα τουριστικά μέρη. Το θρυλικό μπαρ είχε ανακαινισθεί, χάνοντας την αύρα του. Από εκεί που βρίσκεται, ο Χέμινγουεϊ θα κρατάει συνοφρυωμένος την γενειάδα του, απορημένος γι’ αυτό που επιφυλάσσει στην αέναη ροή του ο χρόνος σε μέρη που φιλοξένησαν στιγμές ανεπανάληπτες.
Έξι-επτά χρόνια αργότερα, με την Κούβα να κάνει δειλά βήματα προς τον ιδιωτικό τομέα, στην Bodeguita έπρεπε να κάνεις reservation έγκαιρα και σε κάποιο άλλο εστιατόριο που με πήγαν ομογενείς, καταγόμενοι από την ορεινή Ναυπακτία, έπρεπε να κλείσεις τραπέζι έναν μήνα πριν. Μέχρι που ήρθε η πανδημία και το ακόμη σκληρότερο εμπάργκο του Τραμπ για να σπρώξει τα πράγματα στο απροχώρητο.
Στην Floridita, όπου ο papa Έρνεστ είχε πιεί την Καραϊβική σε ντάκιρι, στο τοίχο δεσπόζουν οι δύο πιο διάσημες γενειάδες της εποχής, του ίδιου και του Φιντέλ, φωτογραφία από μία συνάντησή τους. Το μέρος αυτό δεν του φαινόταν να διαθέτει το πριμιτίφ της Bodeguita. Ο Χέμινγουεϊ, που έλεγε ότι πρέπει να γράφεις μεθυσμένος και να διορθώνεις ξεμέθυστος, είχε ένα πολύ σκληρό πρόγραμμα, ξυπνώντας χαράματα και γράφοντας ή προσπαθώντας να γράψει για ώρες ολόκληρες.
Πιο εδώ από την Floridita στέκει το ξενοδοχείο Ambos Mundos, όπου στο δωμάτιο που έμενε -και σήμερα είναι επισκέψιμο- μπορείς να δεις το λιτό γραφείο στο οποίο, όπως και στο αντίστοιχο της περίφημης βίλας Finca Vigia, έξω από την Αβάνα, έγραψε μερικά από τα αριστουργήματά του. Από το παράθυρο του ξενοδοχείου η γυναίκα του Χέμινγουεϊ είχε δει άνδρες των ταγμάτων θανάτου του δικτάτορα Μπατίστα να καταδιώκουν νεαρούς, ένας εκ των οποίων για να γλυτώσει σκαρφάλωσε στον τρίτο όροφο του απέναντι κτιρίου. Κοντοστάθηκαν, σημάδεψαν και τον κατέβασαν σαν νεκρό σπουργίτι στο λιθόστρωτο.
Ανάμεσα στα έργα που ο Χέμινγουεϊ έγραψε στην Κούβα, ήταν και το θρυλικό “Ο γέρος και η θάλασσα”, που του χάρισε το βραβείο Νόμπελ.
Τα βήματά μου με οδήγησαν ως το ψαροχώρι Κοχίμαρ, όπου ζούσε ο Γκρεγκόριο Φουέντες, κυβερνήτης καπετάνιος του θρυλικού σκάφους του Χέμινγουεϊ “Pilar”, από τον ασύρματο του οποίου είχε ακουσθεί ότι στον συγγραφέα απονέμεται το Νόμπελ. Ο γερο-Γκρεγκόριο, που πέθανε το 2002 σε ηλικία 104 ετών, ήταν ήδη υπέργηρος όταν τον αναζήτησα και μου είπαν ότι δεν μπορούσε να δεχθεί κάποιον εκείνες τις ημέρες. Στο τέλος ήταν καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα, συντροφιά με ένα πούρο που δεν το άφηνε ποτέ απ’ το χέρι. Σε όποια ηλικία, ποιος θα έλεγε όχι στην συντροφιά ενός πούρου, από εκείνα που ο μύθος λέει ότι τυλίγονται στους μηρούς των γυναικών της Κούβας.
Από το Κοχίμαρ, την γοητεία του οποίου δεν έχουν να ζηλέψουν τα ελληνικά ψαροχώρια, βρέθηκα σε μία σύγχρονη μαρίνα. Εγώ που δεν έχω πιάσει ούτε αθερίνα στην λίμνη Τριχωνίδα, ανέβηκα σε σκάφος ψαρέματος ξιφία, δέθηκα στην μέση και πάτησα σ’ ένα μεγάλο σταθερό πεντάλ, προσπαθώντας να φαντασθώ πώς είναι να τραβάς το τεράστιο ψάρι από την θάλασσα.
Ο γέρος ήταν στην θάλασσα σε μία βάρκα και πάλευε για μέρες με το κήτος, το οποίο δεν μπορούσε να ανεβάσει πάνω γιατί θα την αναποδογύριζε. Αποτέλεσμα να μαζευθούν οι καρχαρίες και η θάλασσα να κοκκινίσει γύρω, αφήνοντας τον γέρο να σέρνει στην επιστροφή ό,τι απέμεινε από την ραχοκοκκαλιά του θηράματος, που ήλπιζε ότι θα τον έτρεφε για καιρό.
Η ζωή των απλών ψαράδων ενέπνευσε στον Χέμινγουεϊ αυτό που θεωρήθηκε αριστούργημα και συμπύκνωσε τον αγώνα του ανθρώπου απέναντι στο ίδιο του το πεπρωμένο. «Η ζωή κάθε ανθρώπου, ειπωμένη αληθινά, είναι ένα μυθιστόρημα.»
Στο τέλος, ο μποξέρ Έρνεστ Χέμινγουεϊ είχε βγει νοκ-άουτ από το ποτό, την κατάθλιψη και τους φόβους ότι τον παρακολουθούν. Η ειρωνεία είναι ότι, μετά τον θάνατό του, αποκαλύφθηκε ότι το FBI διέθετε έναν ογκώδη φάκελο γι’ αυτόν, από την εποχή που είχε πάρει το μέρος των δημοκρατικών στον Ισπανικό Εμφύλιο. Ο διαβόητος διευθυντής του FBI Έντγκαρ Χούβερ, που τη μέρα κυνηγούσε ομοφυλόφιλους και το βράδυ ντυνόταν γυναίκα για να απολαύσει την διπλή ζωή του, επεδίωκε αρρωστημένα να παγιδεύσει ό,τι πιο σημαντικό διέθετε η Αμερική. Το τέλος του Χέμινγουεϊ ήταν σκληρό, όπως σκληρός ήταν ο τρόπος που έζησε και έγραψε. «Ένας άνθρωπος μπορεί να καταστραφεί, αλλά όχι να νικηθεί.»
Όταν κάτσεις στην Bodeguita να πιείς ένα μοχίτο και να ακούσεις τους πλανόδιους μουσικούς, νοιώθεις από ψηλά να σε κοιτάει ο papa Έρνεστ με ένα αινιγματικό και στο βάθος θλιμμένο χαμόγελο. Όσο για το καράβι της Κούβας, φαίνεται να έχει μπει για τα καλά στα πιο ταραγμένα νερά.
* Ο Γ. Βαρεμένος είναι βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας και αναπληρωτής τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.
agrinionews.gr