Ανοιχτή επιστολή
Αγαπητέ κ. πρωθυπουργέ,
Ήρθες κι εσύ κάποτε εδώ στη γη ως βρέφος. Είχες την ατυχία να μεγαλώσεις σε ειδικές συνθήκες, που δεν σου επέτρεψαν, ίσως, να αφομοιώσεις επαρκώς το πνεύμα της Χώρας μας. Αυτό είναι ελαφρυντικό. Είχες όμως και την ατυχέστατη έμπνευση και ακόρεστη επιθυμία να εξουσιάσεις και κυβερνήσεις -και, μάλιστα, αυταρχικά- ανθρώπους, που δεν καταλαβαίνεις και δεν συμπονάς. Μέγα λάθος· έπρεπε πρώτα να ποθήσεις να υπηρετήσεις, από αγάπη και αίσθημα αυτοθυσίας, και -μόνον τότε- να επιζητήσεις αξιώματα.
Ό,τι έκανες, το έκανες -εκτιμώ- για προσωπικό και οικογενειακό όφελος. Ουδέποτε για την πατρίδα. «Μητσοτάκης Α.Ε.», όπως λένε... Τώρα, στα χέρια σου έχεις, άγραφο, το σενάριο της τελικής πράξης. Της εξόδου σου. Θα επιλέξεις, άραγε, την εθελούσια και λυτρωτική για σένα και τον λαό κάθαρση ή την σκοτεινή βυσσοδομούσα συνωμοσία; Θα παρηγορήσεις και νουθετήσεις, έστω στο τέλος, τον λαό, με την παραδοχή του σφάλματος, ή θα επιχειρήσεις να τον σπρώξεις πέρα από το χείλος της καταστροφής και της απόγνωσης, εμμένοντας πεισματικά στην σήψη;
Καθώς η κλεψύδρα δείχνει ν’ αδειάζει, και οσονούπω «τα ποντίκια θ’ αρχίσουν να πηδούν από το σκάφος που βυθίζεται», υπάρχει, ακόμα, χρόνος, να διασώσεις κάτι απ’ την τιμή και την υπόληψή σου, παραιτούμενος θαρρετά από κάθε εξουσία και αφήνοντας να αποκαλυφθεί πλήρως το έγκλημα των Τεμπών και όσα άλλα, τυχόν, προκύψουν. Δεν χάθηκε ο κόσμος κι αν πας φυλακή. Και άλλοι πήγαν -συχνά χωρίς να το αξίζουν ή και για πολύ λιγότερα και πολύ μικρότερα εγκλήματα. Έκατσαν μέσα, εξέτισαν την ποινή και μια μέρα βγήκαν. Είσαι νέος, έχεις να προσβλέπεις σε αποφυλάκιση. Αν, έτσι, αναλάβεις αντρίκια την ευθύνη και δεχθείς την τιμωρία, σώζεις έναν λαό, του οποίου βίασες την συνείδηση, την αξιοπρέπεια, την αυθυπαρξία και του οποίου, έστω και αργά, έχεις την δυνατότητα να επουλώσεις κάποιες πληγές, που προξένησες, και να σηματοδοτήσεις με ελπίδα το μέλλον του. Ακόμα, αν ταπεινωθείς, και αποδεχθείς την ποινή, που τυχόν σου αποδοθεί, πιστεύω ακράδαντα πως, μια μέρα, ένας μέρος, τουλάχιστον, του λαού θα σε συγχωρήσει. Και θα μείνεις και στην ιστορία ως ένας άνθρωπος που, τέλος πάντων, μετανόησε. Και, τότε, -επίσης ακράδαντα πιστεύω- θα σε συγχωρήσει και ο Θεός, για το πολύ αίμα, με το οποίο βάφτηκαν τα χέρια σου – ασχέτως αν εσύ τώρα τον πιστεύεις ή όχι. Άλλωστε, τα χρόνια περνούν σαν αστραπή και πλησιάζει για όλους και το βιολογικό, εκτός από το πολιτικό, τέλος. Ας αφήσεις κάτι καλύτερο, για τα παιδιά του κόσμου και τα δικά σου.
Με τιμή, Πέτρος Τριανταφύλλου, Αθήνα