Του Νίκου Ιγγλέση
Η Κοινή Διακήρυξη των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας, που δόθηκε στη δημοσιότητα με την ολοκλήρωση της 5ης Συνάντησης του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας των δύο χωρών, αποτελεί ένα ακόμη βήμα στην ολέθρια πολιτική του κατευνασμού που ακολουθεί εδώ και δεκαετίες το κυρίαρχο ελληνικό πολιτικό σύστημα.
Ξαφνικά ο Ερντογάν έγινε «αγαπητός Ταγίπ» και οι Έλληνες φίλοι των Τούρκων. Η Κυβέρνηση, τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, οι κυβερνητικοί αναλυτές και οι «παρακοιμώμενοι» δημοσιογράφοι φαντασιώνονται ότι με διάλογο, με διαβουλεύσεις, με θετική ατζέντα και με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης οι μονομερείς απαιτήσεις της Τουρκίας θα διευθετηθούν χωρίς συγκρούσεις. Θεωρούν ότι αρχίζει μια νέα εποχή ειρήνης και συνεργασίας με τους νεο-Οθωμανούς. Τα περισσότερα κόμματα της Αντιπολίτευσης ψελλίζουν ότι θεωρούν εποικοδομητικό το διάλογο και απλώς ζητούν περισσότερες διευκρινίσεις.
Με την αποκαλούμενη «Διακήρυξη των Αθηνών» περί σχέσεων φιλίας και καλής γειτονίας η Ελλάδα εγκλωβίζεται ακόμη περισσότερο στο υπάρχον status quo που έχει διαμορφώσει η Τουρκία τα τελευταία χρόνια. Στην Κοινή Διακήρυξη αναφέρεται: «Τα Μέρη δεσμεύονται να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους».
Έτσι για να μη χαλάσει το καλό κλίμα, να διατηρηθεί το μορατόριουμ, να υπάρξουν ήρεμα νερά στο Αιγαίο, η θετική ατμόσφαιρα να διαρκέσει και να «κοιμόμαστε ήσυχοι» η Κυβέρνηση Μητσοτάκη ουσιαστικά δεσμεύτηκε:
Να μην προχωρήσει, μονομερώς, σε επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο στα 12 ν.μ. όπως δικαιούται να κάνει σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Να μην προχωρήσει σε οριοθέτηση της ΑΟΖ με αυτήν της Κυπριακής Δημοκρατίας ή την ολοκλήρωση της οριοθέτησης της ΑΟΖ με την Αίγυπτο ανατολικότερα του 28ο Μεσημβρινού.
Να μην παραχωρήσει προς εκμετάλλευση θαλάσσια τεμάχια στην οριοθετημένη ΑΟΖ με την Αίγυπτο, που επικαλύπτει την «οριοθέτηση» του Τουρκολιβυκού μνημονίου.
Να μην ενισχύσει την αμυντική θωράκιση των νησιών του Αν. Αιγαίου.
Να μην καταγγέλλει διεθνώς την Τουρκία για τη συνεχιζόμενη κατοχή και εποικισμό της Βόρειας Κύπρου.
Να μην ενεργεί παρασκηνιακά, μέσω λόμπι – ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, για να εμποδίζει τις αγορές πολεμικού υλικού από την Τουρκία.
Να μην προβάλλει εμπόδια, με τη χρήση του veto, στην αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας – Ε.Ε. και στην κατάργηση της βίζας για τους τούρκους πολίτες στη Ζώνη Σέγκεν (Ήδη συμφωνήθηκε η παρέκκλιση από τη Σέγκεν για 10 νησιά του Αν Αιγαίου).
Να μην καταγγέλλει την Τουρκία ως κράτος – διακινητή μεταναστών προς την Ευρώπη.
Να μην καταγγέλλει την Τουρκία για τον αφανισμό της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο καθώς και τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και το κλείσιμο της Σχολής της Χάλκης.
Να μην καταγγέλλει την εισβολή του τουρκικού στρατού στη Συρία και το Ιράκ με την παράλληλη καταπίεση της κουρδικής μειονότητας.
Για όλα τα ανωτέρω βεβαίως δεν έχει κάνει τίποτα η παρούσα ελληνική κυβέρνηση ούτε οι προηγούμενες. Τώρα όμως, με την Κοινή Διακήρυξη, υφίσταται γραπτή δέσμευση ότι δε θα κάνει έστω και ένα από αυτά.
Μπορεί η Κοινή Διακήρυξη να αναφέρει ότι: «Δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα Μέρη κατά το διεθνές δίκαιο. Καμία πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα Μέρη», αλλά, το κείμενο της Διακήρυξης παράγει πολιτικές δεσμεύσεις (soft law), που φιλανδοποιούν την Ελλάδα.
Από την πλευρά της η Τουρκία:
α) Διατηρεί το χάρτη της «Γαλάζιας Πατρίδας» που χωρίζει το Αιγαίο στη μέση, στον 25ο Μεσημβρινό και καταλαμβάνει όλη τη θαλάσσια έκταση της Αν. Μεσογείου μεταξύ Κρήτης, Κάσου, Καρπάθου, Ρόδου, Καστελόριζου και Κύπρου. Οι συντεταγμένες του χάρτη αυτού έχουν κατατεθεί στον ΟΗΕ.
β) Αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία σε 156 νησιά και νησίδες, που δεν αναφέρονται ονομαστικά στις Συνθήκες.
γ) Καταγγέλλει την αμυντική θωράκιση των νησιών του Αν. Αιγαίου, που απειλούνται με εισβολή.
δ) Αμφισβητεί τον ελληνικό εναέριο χώρο μεταξύ των 6 και των 10 ν.μ.
ε) Θεωρεί τη μουσουλμανική μειονότητα της Δ. Θράκης ως τουρκική.
στ) Δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, τη θεωρεί εκλιπούσα και αναγνωρίζει το κατοχικό μόρφωμα της Β. Κύπρου (ΤΔΒΚ) ως ανεξάρτητο κράτος.
Όλα αυτά και πολλά άλλα αποτελούν στο status quo στο ελληνοτουρκικό σύστημα. Με την υπογραφεί της Κοινής Διακήρυξης από τον Κ. Μητσοτάκη, ο Ερντογάν κέρδισε τη μη έμπρακτη αμφισβήτησή του από την ελληνική πλευρά.
Το υπάρχον κυρίαρχο πολιτικό σύστημα στην Αθήνα και τη Λευκωσία, εξαρτημένο, ενδοτικό και φοβικό, δεν μπορεί και δε θέλει να ρισκάρει μια «πολιτική των ορίων». Δεν τολμάει να αμφισβητήσει το status quo όπως έχει διαμορφωθεί από την Άγκυρα και προτιμάει να θυσιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα και τους οικονομικούς πόρους του Ελληνισμού νομίζοντας ότι έτσι κερδίζει την ειρήνη. Μέγιστη γεωστρατηγική αφέλεια.
Το status quo, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, από την τουρκική επιθετικότητα και τις ελληνικές υποχωρήσεις, λειτουργεί εις βάρος των βραχυχρόνιων, αλλά και μακροχρόνιων συμφερόντων του Ελληνισμού, γι’ αυτό πρέπει να ανατραπεί, με κάθε μέσον και όχι να μονιμοποιείται με κοινές διακηρύξεις που αποενοχοποιούν, στη διεθνή κοινή γνώμη, την επιθετική Τουρκία.
Υ.Γ. 1 Ελπίζουμε ότι η «Διακήρυξη των Αθηνών» δε θα οδηγήσει οριστικά στις «ελληνικές καλένδες» την απόκτηση των τεσσάρων κορβετών για το πολεμικό ναυτικό, την αναβάθμιση των φρεγατών τύπου ΜΕΚΟ, τον εκσυγχρονισμό των μεταφορικών αεροσκαφών, την εγκατάσταση των ισραηλινών πυραύλων SPIKE–NLOS στα νησιά και τα άλλα αναγκαία αμυντικά προγράμματα.
Υ.Γ. 2 Μετά τη Διακήρυξη ας αναρωτηθούμε για την αξιοπιστία της Ελλάδας έναντι των συμμάχων της ή των εν δυνάμει συμμάχων της, της Γαλλίας, του Ισραήλ, της Αιγύπτου ακόμη και των ΗΠΑ.
Πηγή: www.ellinikiantistasi.gr