Κυριακή, 9η Νοεμβρίου 2025  5:24: μμ
WESTMEDIA LOGO rss button fb button fb button
Κυριακή, 09 Νοεμβρίου 2025 11:11

Κρίση θεσμών και η νέα μορφή πολιτικής αμφισβήτησης

panagiotopoulos george
Παναγιωτόπουλος Γιώργος
Καθηγητής,
Αντιπρύτανης Πανεπιστημίου Πατρών

 

Η σύγχρονη ελληνική πολιτική πραγματικότητα διανύει μια περίοδο βαθιάς κρίσης νομιμοποίησης. Δεν πρόκειται, απλώς και μόνο, για φθορά προσώπων ή για την κόπωση μιας κυβέρνησης. Πρόκειται για τη σταδιακή διάβρωση της εμπιστοσύνης στους ίδιους τους θεσμούς, στα κόμματα, στη δημόσια σφαίρα, ακόμη και στην έννοια της συλλογικής εκπροσώπησης.

Από το 1974 και μετά, η ελληνική δημοκρατία στηρίχθηκε σε ένα μοντέλο αντιπροσώπευσης που συνδύασε τον κοινοβουλευτισμό με τον κρατισμό και την κομματική διαμεσολάβηση. Αυτό το μοντέλο, όσο κι αν επέτρεψε τη σταθεροποίηση του πολιτεύματος, δημιούργησε σταδιακά μια κουλτούρα εξάρτησης. Το κράτος ως προνοιακός πάροχος, το κόμμα ως μεσάζων και ο πολίτης ως πελάτης.

Η δεκαετία των μνημονίων αποκάλυψε τα όρια αυτού του σχήματος. Η πολιτική τάξη όμως δεν κατόρθωσε να μετασχηματίσει τη κρίση σε ευκαιρία ανατροπών και δομικής μεταρρύθμισης αλλά αναπαρήγαγε τις ίδιες συστημικές δομές.

Το αποτέλεσμα, είναι ένα σύστημα πολιτικά λειτουργικό αλλά κοινωνικά απονομιμοποιημένο. Η Βουλή ψηφίζει, η κυβέρνηση διοικεί, οι θεσμοί τυπικά υπάρχουν αλλά η κοινωνία δεν τους πιστεύει.

Η πολιτική πλέον απώλεσε το νόημα της εκπροσώπησης και κατέληξε σε μια «θεατρική σκηνοθεσία».

Είναι γνωστό ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όπως διαμορφώθηκε στη μεταπολίτευση, στηρίχθηκε σε τρεις πυλώνες:

  • τον κομματικό ανταγωνισμό ως μηχανισμό αντιπροσώπευσης,
  • το κράτος πρόνοιας ως εργαλείο κοινωνικής ενσωμάτωσης,
  • και την ευρωπαϊκή προοπτική ως υπόσχεση εκσυγχρονισμού και σταθερότητας.

Κανένας όμως από αυτούς τους πυλώνες δεν παραμένει σήμερα ακέραιος. Ο κομματικός ανταγωνισμός έχει εκφυλιστεί σε επικοινωνιακή σκηνοθεσία χωρίς ιδεολογικό βάθος. Το κράτος πρόνοιας αντικαταστάθηκε από αποσπασματικές πολιτικές επιδομάτων. Και η ευρωπαϊκή προοπτική, άλλοτε φορέας προσδοκίας, αντιμετωπίζεται πλέον με αμφιθυμία ή και ευθεία αμφισβήτηση.

Η συνέπεια είναι εμφανής. Το πολιτικό σύστημα χάνει τη νομιμοποιητική του ισχύ γιατί έπαψε να είναι διαμεσολαβητής μεταξύ κοινωνίας και εξουσίας. Λειτουργεί σαν αυτόνομο σύμπαν, που παράγει λόγο και αποφάσεις ερήμην του κοινωνικού σώματος. Οι πολίτες, αισθανόμενοι αποκλεισμένοι από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων,  μετατρέπονται σε παρατηρητές μιας πολιτικής σκηνής που δεν τους αφορά.

Πως, σχετικά επιβεβαιώνονται όμως τα παραπάνω;

Η πρόσφατη δημοσκόπηση της ALCO (29 Οκτωβρίου – 3 Νοεμβρίου 2025) επιβεβαίωσε αυτό που πολλοί διαισθάνονται τα τελευταία χρόνια. Η ελληνική κοινωνία δεν εμπιστεύεται πλέον το πολιτικό σύστημα. Όταν 8 στους 10 πολίτες δηλώνουν ότι οι θεσμοί βρίσκονται σε κρίση, δεν μιλάμε για απλή αγανάκτηση αλλά για μια πολιτική ρωγμή στο κέντρο της δημοκρατικής λειτουργίας. Και όταν η αναποφασιστικότητα αγγίζει το 21,5%, το υψηλότερο ποσοστό από το 2016, τότε το πολιτικό σύστημα δεν έχει απέναντί του έναν ευμετάβλητο εκλογικό χάρτη αλλά μια κοινωνία που αποσύρει την εμπιστοσύνη της από το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων.

Αυτή η αποστασιοποίηση δεν παραπέμπει απλά σε πρόσκαιρη ουδετερότητα. Είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, πράξη σιωπηρής καταγγελίας προς ένα μοντέλο διακυβέρνησης που λειτουργεί χωρίς σχέδιο, χωρίς λογοδοσία και χωρίς ουσιαστικό δημόσιο έλεγχο. Είναι συνάμα καταγγελία προς μια αντιπολίτευση που δεν έχει καταφέρει ακόμη να αρθρώσει μια εναλλακτική προοδευτική αφήγηση που να εμπνέει και να δίνει προοπτική.

Η εκτίναξη των αναποφάσιστων αποτελεί έντονο σύμπτωμα κόπωσης και απώλειας εμπιστοσύνης. Οι πολίτες έχουν κουραστεί από:

  • πολιτικές που αναπαράγουν ανισότητες,
  • θεσμούς που δεν προστατεύουν,
  • ένα κράτος που αποτυγχάνει στα στοιχειώδη,
  • δημόσια διοίκηση που θυμίζει περισσότερο μηχανισμό εξυπηρετήσεων παρά σύστημα υπηρεσιών.

Ξεκάθαρα, η κυβέρνηση έχει απωλέσει το μονοπώλιο της αξιοπιστίας, η αντιπολίτευση δεν έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη και η κοινωνία επιλέγει την «αναστολή κρίσης» ως τρόπο πολιτικής άμυνας.

Τα τραγικά γεγονότα των Τεμπών, η συστημική δυσλειτουργία, η αδιαφάνεια και η διαφθορά που αναδείχθηκαν μέσω του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, η χειραγώγηση της δικαιοσύνης, η απορρύθμιση βασικών δημοσίων αγαθών όπως η υγεία και η εκπαίδευση, είναι μόνο μερικά από τα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού περιβάλλοντος όπου η ευθύνη συστηματικά «εξατμίζεται».

Είναι όμως αυτά, απλώς λάθη;  Θα έλεγα ότι είναι πολιτικές επιλογές που έχουν κόστος ζωής, αξιοπρέπειας και δημοκρατίας.

Το πολιτικό σύστημα της χώρας έχει εγκλωβιστεί σε μια λογική διαχείρισης της εικόνας αντί της πραγματικότητας. Η κυβέρνηση κυβερνά με ορίζοντα τον επικοινωνιακό κύκλο και όχι τον κοινωνικό στόχο. Αντίστοιχα, μεγάλο μέρος του πολιτικού λόγου της αντιπολίτευσης αντιμετωπίζει τα προβλήματα ως ευκαιρίες καταγγελίας και όχι ως προκλήσεις σχεδιασμού.

Σε αυτό λοιπόν το περιβάλλον, η πολιτική ηγεσία δεν λειτουργεί ως φορέας λύσεων αλλά ως μηχανισμός εκτροπής της συζήτησης από την ουσία στην εντύπωση.  Η συνέπεια είναι η συρρίκνωση του δημόσιου διαλόγου και το εκρηκτικό ποσοστό αναποφάσιστων.

Το πολιτικό προσωπικό λειτουργεί σε ένα κλειστό κύκλωμα αναπαραγωγής του ίδιου μοντέλου εξουσίας και αδιαπέραστο από τις πραγματικές ανάγκες της χώρας. Όσο όμως το κράτος λειτουργεί χωρίς λογοδοσία, όσο οι θεσμοί παραμένουν ευάλωτοι σε πολιτικές παρεμβάσεις, όσο η δημόσια διοίκηση παραμένει εξαρτημένη και αποσπασματική τόσο η κρίση θα βαθαίνει.

Η αλήθεια είναι απλή. Δεν μπορεί κανείς να ζητά εμπιστοσύνη χωρίς να αλλάζει τίποτα. Και η κοινωνία το γνωρίζει.

Σε αυτή την κρίση, οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να αρκεστούν σε ευχές, μικρομεταρρυθμίσεις ή σε αναπαραγωγή μιας ρητορικής «ήπιας διαφωνίας». Η προοδευτική πρόταση οφείλει να είναι:

  • θεσμικά μαχητική και έτοιμη να συγκρουστεί με τις εστίες αδιαφάνειας
  • κοινωνικά στοχευμένη, με πολιτικές που μειώνουν τις δομικές ανισότητες
  • διοικητικά ικανή και τεχνοκρατικά επαρκής, με αποτελεσματικό κράτος και αποκομματικοποίηση των θεσμών,
  • και στρατηγικά συνεκτική, παρουσιάζοντας ολοκληρωμένο σχέδιο διακυβέρνησης που υπερβαίνει την επικοινωνιακή πολιτική και απαντά στην κρίση νομιμοποίησης

Ως εκ τούτου, η χώρα χρειάζεται μια πολιτική δύναμη που να βλέπει μακριά, όχι μια αντιπολίτευση που περιμένει «να φθαρεί ο άλλος». Χρειάζεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, ρεαλιστικό και ταυτόχρονα τολμηρό, που θα συνδέει την πολιτική με το δημόσιο συμφέρον και όχι με την εκάστοτε εξουσία.

Η δημοσκόπηση της ALCO δεν περιγράφει μια απλή πολιτική δυσαρέσκεια αλλά μια κρίση που ακουμπά τη βάση της δημοκρατίας. Την εμπιστοσύνη. Χωρίς εμπιστοσύνη, οι θεσμοί μοιάζουν με άδεια κουφάρια και οι εκλογές με σκηνοθετημένη επιβεβαίωση μιας τάξης πραγμάτων που δεν πείθει πια κανέναν.

Η χώρα χρειάζεται νέα πολιτική ηγεσία, νέο προσανατολισμό και νέα σχέση με την κοινωνία. Όχι μια «ανακύκλωση» του ίδιου συστήματος  αλλά μια πραγματική προοδευτική τομή.

Αυτό βέβαια απαιτεί πολιτικό θάρρος, σχέδιο και ουσιαστική σύγκρουση με το παλιό. Γιατί η κρίση των θεσμών δεν θα λυθεί με διαχείριση. Θα λυθεί μόνο με πολιτική αναγέννηση.

Ειδάλλως, θα πρέπει να ξαναδιαβάσουμε το γνωστό έργο του Colin Crouch,  «Η Μεταδημοκρατία», για να δούμε πιο καθαρά το παρόν και, βεβαίως, το μέλλον που έρχεται αν δεν αντιδράσουμε.

Διαβάστηκε 59 φορές
Η Αιτωλοακαρνανία στο διαδίκτυο για ενημέρωση επι της ουσίας
west media call west media call west media call

Στην ίδια κατηγορία