Παρασκευή, 31η Ιανουαρίου 2025  8:01: μμ
WESTMEDIA LOGO rss button fb button fb button
Παρασκευή, 31 Ιανουαρίου 2025 19:12

ΙΜΙΑ 1996: Πώς μια στρατιωτική νίκη εξελίχθηκε σε εθνική τραγωδία

Τις κρίσιμες πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Ιανουαρίου 1996, η Ελλάδα και η Τουρκία βρέθηκαν ελάχιστα πριν από τη σύγκρουση. Λάθος χειρισμός, παρεξήγηση ή, τέλος, μια βεβιασμένη απόφαση για βίαιη ενέργεια θα μπορούσαν να φέρουν την ανάφλεξη.

Ταυτόχρονα, δείχθηκε με τον πιο οδυνηρό τρόπο στην ελληνική κοινωνία ότι η προσπάθεια να διατηρήσεις ένα κράτος ψευδαισθήσεων είναι απέλπιδη και ότι, όταν έρθει η στιγμή της αλήθειας, αυτό θα καταρρεύσει.

Αυτή η στιγμή για όλο το ελληνικό πολιτικό σύστημα έφθασε με τη νύχτα των Ιμίων. Τα τραγικά γεγονότα κατέδειξαν με τον πιο οδυνηρό τρόπο την έλλειψη πολιτικής ηγεσίας.

Για το ελληνικό στρατιωτικό κατεστημένο δε το πρόσωπο του πολέμου πήρε τη σύγχρονη μορφή του και «γέλασε» με τις προβλέψεις των στρατηγών.

Δυστυχώς, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις εκείνη τη νύχτα υπέστησαν μια ήττα χωρίς να δοκιμαστούν ποτέ στη μάχη. Και αυτό κάνει την αξία της ήττας ακόμη μεγαλύτερη, τόσο για εμάς όσο και για τους εχθρούς μας.

Για τους ιστορικούς, τα γεγονότα παραμένουν αναλλοίωτα, όμως για τους ρομαντικούς και τους θεωρητικούς ανακυκλώνεται συνεχώς το ερώτημα:

Τι θα γινόταν εκείνο το βράδυ αν τα ελληνικά σκάφη άνοιγαν πυρ;

»Τετάρτη, 31 Ιανουαρίου 1996

Στις 04.50 π.μ. η φρεγάτα ΝΑΒΑΡΙΝΟ F461 αναφέρει ότι το ελικόπτερο AB-212ASW ΠΝ21 εντόπισε άτομα πάνω στη δυτική Ίμια και ότι πρόκειται για 10 περίπου Τούρκους καταδρομείς. Αμέσως μετά την επιβεβαίωση της παρουσίας Τούρκων στη νησίδα, ο Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Λυμπέρης εισηγήθηκε τρεις λύσεις στην πολιτική ηγεσία της χώρας.

Η πρώτη λύση αφορούσε τον άμεσο ναυτικό βομβαρδισμό της νησίδας, η δεύτερη προέβλεπε την προσβολή της από αέρος με το πρώτο φως, και η τρίτη την ανάληψη επιχείρησης ανακατάληψης με καταδρομείς. Ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης τού ζήτησε να εκκενωθεί το εθνικό έδαφος με τον προσφορότερο τρόπο… Οι ελληνικές δυνάμεις διατάσσονται να αποκαταστήσουν τη συνέχεια της εθνικής κυριαρχίας.

Στην επίμαχη περιοχή, το Πολεμικό Ναυτικό έχει αναπτύξει δύο μεγάλες μονάδες, τρία ταχέα περιπολικά κατευθυνόμενων βλημάτων (πυραυλάκατοι) και δύο κανονιοφόρους.

Συγκεκριμένα, η φρεγάτα ΝΑΒΑΡΙΝΟ F461 βρισκόταν βορείως των Ιμίων. Το αντιτορπιλικό ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ D221 βρισκόταν νότια των νησίδων.

Οι τρεις πυραυλάκατοι είχαν από νωρίς λάβει θέσεις βολής, αγκιστρωμένες ως εξής: ο ΣΤΑΡΑΚΗΣ P29 στην Κάλυμνο, ο ΜΥΚΟΝΙΟΣ P22 βόρεια της Κω στη νησίδα Ψέριμο και ο ΞΕΝΟΣ P27 στη νησίδα Καλόλιμνο, πολύ κοντά στο επίκεντρο της κρίσης. Σε συνεχή κίνηση γύρω από τις νησίδες βρίσκονταν οι κανονιοφόροι ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ P57 και ΠΥΡΠΟΛΗΤΗΣ P61.

Οι τρεις πυραυλάκατοι φέρουν 16 συνολικά κατευθυνόμενα βλήματα επιφανείας-επιφανείας. Αναλυτικά, η πυραυλάκατος ΜΥΚΟΝΙΟΣ τύπου Combattante III («Λάσκος»), φέρει 4 βλήματα ΜΜ38 Exocet, ενώ οι άλλες δύο πυραυλάκατοι τύπου Combattante IIIΒ («Καβαλούδης») φέρουν 6 βλήματα Penguin.

Το αντιτορπιλικό ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ D221 τύπου Charles F. Adams φέρει 8 κατευθυνόμενα βλήματα Harpoon και 32 αντιαεροπορικά βλήματα Standard SM-1MR (τα οποία σε βολές του Πολεμικού Ναυτικού είχαν αποδείξει την υψηλή αποτελεσματικότητά τους κατά στόχων επιφανείας), η δε φρεγάτα ΝΑΒΑΡΙΝΟ F461 τύπου Standard φέρει και αυτή 8 RGM-84 Harpoon.

Από τουρκικής πλευράς στην περιοχή βρίσκεται η φρεγάτα YAVUZ F240 τύπου ΜΕΚΟ-200 Track 1 και δύο φρεγάτες τύπου Knox, η TRAKYA F254 και η EGE F256. Έχουν αναπτυχθεί επίσης δύο πυραυλάκατοι τύπου Dogan, οι GOURBET P346 και FIRTINA P347, με μάλλον 4 βλήματα Harpoon η καθεμιά.

Τα πλοία του συγκεκριμένου τύπου με εγνωσμένο πρόβλημα στους φορείς των Harpoon σπανίως φέρουν τα 8 προβλεπόμενα βλήματα και συνήθως φέρουν μόνο 2 από αυτά. Κάθε φρεγάτα Knox φέρει 8 Harpoon και τον ίδιο αριθμό φέρει και η YAVUZ.

H σύγκριση του αριθμού των βλημάτων είχε ως εξής:

– Ελλάδα, 64 βλήματα.

– Τουρκία, 32 ή 28 βλήματα.

Η ελληνική πλευρά έχει βάσιμα εκτιμήσει ότι μία τουλάχιστον πυραυλάκατος παραμένει ανεντόπιστη από το τουρκικό Ναυτικό και συνεπώς αυτή θα μπορούσε να αρχίσει πρώτη αιφνιδιαστικά τις πυραυλικές επιθέσεις. Την έναρξη των πυρών της πρώτης πυραυλακάτου θα ακολουθήσουν μαζικά και τα υπόλοιπα τέσσερα σκάφη.

Από πλευράς αντιπυραυλικών συστημάτων, η YAVUZ φέρει τρία συστήματα Sea Zenith, ούσα ένα από τα πληρέστερα προστατευμένα κατά επιθέσεων κατευθυνόμενων βλημάτων πλοία στον κόσμο. Αντίστοιχα, η ΝΑΒΑΡΙΝΟ όσο και οι δύο τουρκικές Knox φέρουν μόλις ένα αντιπυραυλικό σύστημα τύπου Phalanx.

Συνεπώς οι φρεγάτες Knox κατά πάσα πιθανότητα θα καταστρέφονταν σύντομα αφού το σύστημα αυτοπροστασίας τους θα είχε κορεστεί κατά τη διάρκεια μαζικής πυραυλικής προσβολής. Αντίθετα, η YAVUZ θα αντιμετώπιζε με επάρκεια τις πυραυλικές προσβολές, εκτός αν αυτές ελάμβαναν πλέον ρυθμό καταιγισμού.

Στο κεντρικό Αιγαίο παίζεται ένα παρόμοιο παιχνίδι. Από ελληνικής πλευράς, είχαν ήδη αναπτυχθεί τρεις φρεγάτες και ένα αντιτορπιλικό ανατολικά της Τήνου, ενώ τέσσερις πυραυλάκατοι έχουν πάρει θέσεις βολής στην ευρύτερη περιοχή της νήσου Χίου.

Οι τελευταίες έχουν στοχοποιήσει το σύνολο του τουρκικού Στόλου που βρίσκεται σε κίνηση προς νότο. Συγκεκριμένα, δύο φρεγάτες, οι TURGUT REIS F241 τύπου MEKO-200 Track I και AKDENIZ F278 τύπου Knox και δύο αντιτορπιλικά συνοδείας, τα YUCETEPE D345 τύπου FRAM και PIYALE PASA D350 τύπου FRAM, βρίσκονται στο ύψος της Ικαρίας, ενώ δύο τουλάχιστον πυραυλάκατοι κινούνται νότια, βρισκόμενες μεταξύ Λέσβου και μικρασιατικών ακτών.

Συνεπώς, τοπικά και χρονικά οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις διαθέτουν υπεροχή και είναι έτοιμες για την προσβολή του αντιπάλου. Οι πυραυλάκατοι δίνουν το κρίσιμο πλεονέκτημα, έτοιμες ήδη σε θέσεις βολής.

Από την αναφορά των ναυτικών δυνάμεων, είναι προφανές ότι οι ελληνικές δυνάμεις διαθέτουν πλεονέκτημα.

Συνεπώς, πρέπει να θεωρηθεί πολύ πιθανό οι Τούρκοι να χάσουν επτά μονάδες στην περιοχή των Ιμίων έναντι δύο έως τριών ελληνικών, μία πολύ συντηρητική εκτίμηση σύμφωνα με προσομοίωση του Πολεμικού Ναυτικού.

Η κατάσταση θα εξελισσόταν πολύ χειρότερα γι’ αυτούς στο κεντρικό Αιγαίο. Οι απώλειες θα μπορούσαν να ανέλθουν σε έξι τουρκικές ναυτικές μονάδες έναντι δύο ελληνικών.

Η άγνωστη παράμετρος παραμένει η επέμβαση της τουρκικής Αεροπορίας. Τη δεδομένη περίοδο δεν διαθέτει εξελιγμένα κατευθυνόμενα όπλα που είναι αποτελεσματικά κατά πλοίων από ασφαλή απόσταση.

Συνεπώς, η όποια αποστολή για να εξισορροπήσει τις απώλειες του τουρκικού Ναυτικού θα επιχειρείτο μάλλον με το πρώτο φως (περί τις 06.30) και θα αφορούσε προφανώς μαζικές προσβολές με κοινές βόμβες διαφόρων μεγεθών, στην καλύτερη περίπτωση εξοπλισμένες με συλλογές καθοδήγησης laser.

Τις μαζικές αυτές τουρκικές επιθέσεις κατά των ελληνικών μονάδων θα επιχειρούσε να τις «ακυρώσει» η Πολεμική Αεροπορία. Η προσπάθειά της όμως μάλλον θα γινόταν από μειονεκτική θέση για δύο λόγους.

Η χρήση του προηγμένου βλήματος αέρος-αέρος AIM-120 AMRAAM, που αξιοποιούσε η αντίπαλη Αεροπορία, θα έπαιζε καταλυτικό ρόλο υπέρ των γειτόνων μας, αφού εκείνη την περίοδο μόνο η τουρκική Αεροπορία τους διαθέτει.

Αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι η τουρκική Αεροπορία (THK) θα είχε προλάβει να εκπαιδεύσει τα πληρώματα των F-16 στη χρήση τους. Επιπροσθέτως, η διαμόρφωση του τουρκικού μαχητικού, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν ήταν ιδιαίτερα «φιλική» προς το χρήστη, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται περαιτέρω η εκπαίδευση.

Ωστόσο, η σύγκριση των αριθμών των αεροσκαφών 3ης γενιάς ήταν συντριπτική υπέρ των γειτόνων.

Όμως, το δεύτερο πλεονέκτημα απαιτούσε διάρκεια χρόνου για να αναδειχθεί. Βάσιμη είναι η εκτίμηση ότι απαιτούνταν περίπου 24 ώρες προκειμένου η Πολεμική Αεροπορία να αρχίσει να «στεγνώνει» από αεροσκάφη τρίτης γενιάς εξαιτίας των αυξημένων απωλειών και της σταδιακά μειούμενης διαθεσιμότητας λόγω κόπωσης πληρωμάτων και εμφάνισης βλαβών στα αεροσκάφη.

Επίσης, θα πρέπει να συνυπολογισθεί η ετοιμότητα της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας να προβεί σε επιθετική ενέργεια εναντίον τουρκικών στόχων πριν το ξημέρωμα, σε περίπτωση που η κατάσταση κλιμακωνόταν σε στρατιωτική σύγκρουση.

Η ετοιμότητα σε αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας ήταν σημαντικά καλύτερη από την αντίστοιχη της τουρκικής, ένας παράγοντας που αναπόφευκτα επιτείνει τη σύγχυση σχετικά με το ποια πλευρά θα επικρατούσε σε περίπτωση σύγκρουσης.

Κρίσιμη παράμετρος για τις αεροπορικές απώλειες θα αποτελούσε η παρέμβαση του ξένου παράγοντα. Αν οι ΗΠΑ δρούσαν αποτελεσματικά και περιόριζαν τη σύγκρουση σε λίγες ώρες, τότε η τουρκική Αεροπορία ίσως ολοκλήρωνε τις επιχειρήσεις της με πλεονέκτημα καταρρίψεων, υπό την προϋπόθεση ότι το προληπτικό πλήγμα της Πολεμικής Αεροπορίας θα είχε περιορισμένα αποτελέσματα. Στην όλη «εξίσωση» θα πρέπει να προστεθεί και ο παράγοντας «ηθικό», ο οποίος πιθανόν να έδινε ένα πλεονέκτημα στην ελληνική πλευρά.

Η εικόνα που έχουμε διαμορφώσει μετά από συνομιλίες με πολλούς αξιωματικούς, οι οποίοι βρίσκονταν είτε στη διοίκηση επιχειρησιακών μονάδων είτε με ιπταμένους που βρισκόντουσαν στο πιλοτήριο αναμένοντας σήμα για απογείωση, είναι ότι το ηθικό της Πολεμικής Αεροπορίας ήταν υψηλότατο και η πεποίθηση καταστροφής του εχθρού κοινή.

Εξ ου και η απογοήτευση που επικράτησε μετά το πέρας της κρίσης… Ο αμυνόμενος που αντιμετωπίζει την αμφισβήτηση του εδάφους της χώρας του διαθέτει ισχύ και είναι καλά εκπαιδευμένος, συνήθως πλεονεκτεί σε επίπεδο ψυχολογίας του επιτιθέμενου αντιπάλου.

Άγνωστη παράμετρος είναι επίσης η αποτελεσματικότητα του αντιαεροπορικού συστήματος μέσου βεληνεκούς των ελληνικών αντιτορπιλικών C.F. Adams. Θεωρητικά, τα βλήματα Standard των αντιτορπιλικών μπορούσαν να εμπλέξουν εχθρικό αεροσκάφος από την απόσταση των 30-40 χιλιομέτρων. Συνεπώς, η συνεχής και αξιόπιστη λειτουργία του συστήματος θα αύξανε τις απώλειες τουρκικών αεροσκαφών, εφόσον η τουρκική Πολεμική Αεροπορία επέμενε στις προσβολές τους κατά πλοίων.

Χερσαίες επιχειρήσεις με τόσο περιορισμένα χρονικά περιθώρια δεν θα μπορούσαν να διεξαχθούν. Απλά, μόνο κινήσεις μονάδων προς τη μεθόριο, πολεμικές προετοιμασίες και επιστράτευση τοπικών εφεδρειών.

Το μέγιστο που θα μπορούσε να συμβεί από πλευράς χερσαίων δυνάμεων θα ήταν το εκατέρωθεν μπαράζ πυροβολικού κατά στόχων επιχειρησιακού ενδιαφέροντος.

Κάνοντας μια συνολική αποτίμηση του υποθετικού σεναρίου, δεν μπορεί να μη διαπιστώσει κάποιος ότι, αν και η χώρα μας στις αρχές της δεκαετίας του ’90 κατέβαλε υψηλά ποσά προμηθευόμενη 40 αεροσκάφη F-16 Block 50, 5 ελικόπτερα ναυτικής συνεργασίας S-70B6 Aegean Hawk και 20 επιθετικά ελικόπτερα AH-64A Apache, αυτά τα μέσα δεν ήταν κατά βάση επιχειρησιακά διαθέσιμα όταν τα χρειάστηκε. Τα 5 Aegean Hawk εξοπλισμένα με πυραύλους Penguin θα μπορούσαν και θα έπρεπε να έχουν συντριπτική επίδραση στις πιθανές ναυτικές επιχειρήσεις.

Αποτελούν ουσιαστικά πολλαπλασιαστές ισχύος που η χώρα αποστερήθηκε. Αιτίες μη συμμετοχής τους στην υποθετική σύρραξη αποτελούν η διάθεση της φρεγάτας ΥΔΡΑ F452 στις ΝΑΤΟϊκές επιχειρήσεις στην Αδριατική, το προβληματικό καθεστώς ιδιοκτησίας των ναυπηγείων Σκαραμαγκά και η εργασιακή αναταραχή σ’ αυτά.

Τα δύο τελευταία «έσπρωξαν» σημαντικά προς τα πίσω το χρονοδιάγραμμα παραδόσεων των φρεγατών ΜΕΚΟ-200HN που μπορούσαν να φέρουν τα ελικόπτερα Aegean Hawk ως οργανικά τους μέσα. Κάτι ανάλογο συνέβαινε με τα F-16 Block 50.

Η κυβερνητική απραξία κατά τα έτη 1989-1990 είχε ως αποτέλεσμα να καθυστερήσει η παραγγελία των απολύτως επιχειρησιακά αναγκαίων πρόσθετων αεροσκαφών F-16. Έτσι, δεν καλύφθηκε έγκαιρα το μεγάλο επιχειρησιακό κενό στους αριθμούς των διαθέσιμων αεροσκαφών τρίτης γενιάς, όταν η τουρκική Αεροπορία, σωστά κινούμενη, ολοκλήρωνε το πρόγραμμα των 160 πρώτων αεροσκαφών F-16 και δρομολογούσε ένα δεύτερο για 80 επιπλέον αεροσκάφη.

Μια πιθανή σύρραξη εκείνο το βράδυ δεν θα είχε αποτέλεσμα μόνο σε επιχειρησιακό και στρατηγικό επίπεδο. Θα είχε σίγουρα και σε πολιτικό επίπεδο.

Οι μεγάλες απώλειες, ιδίως ναυτικών μονάδων, από πλευράς Τουρκίας θα δημιουργούσαν φαινόμενα ντόμινο σε επίπεδο πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.

Το «βαθύ κράτος», που βασίζεται περισσότερο στον εντυπωσιασμό και στον επηρεασμό των αντιπάλων του από το φόβο του πολέμου και όχι με τη χρήση των Ενόπλων Δυνάμεών του αυτών καθαυτών (χρησιμοποιεί το δόγμα «Win by fright not by fight»), θα τρωνόταν σημαντικά και θα προσπαθούσε στη συνέχεια να διαχειριστεί τις περαιτέρω εσωτερικές συνέπειες. Όλες οι εθνότητες που κατοικούν στην Τουρκία και που τους ενώνει η σκληρή πολιτική του κεμαλικού κατεστημένου θα καταλάβαιναν ότι η ανίκητη δύναμη αυτή δεν αποτελεί το φόβητρο της Μεσογείου.

Ταυτόχρονα, όλοι οι γείτονες της χώρας μας θα έπαιρναν με τον καλύτερο τρόπο το μάθημα ότι η χώρα δεν είναι διατεθειμένη να κάνει υποχωρήσεις σε βασικά ζητήματα της εξωτερικής της πολιτικής και στα εθνικά της θέματα και είναι αποφασισμένη να τα υπερασπίσει ακόμα και με πόλεμο.

Πιθανότατα, θα ήταν άλλη και η συμπεριφορά των βορείων γειτόνων μας (Αλβανία, Σκόπια και Βουλγαρία) σε σχέση με τα εθνικά ζητήματα που χρονίζουν παραμένοντας άλυτα, το Βορειοηπειρωτικό και το Μακεδονικό…

Τη μεγαλύτερη όμως και ουσιαστικότερη εντύπωση θα αποτύπωνε η Ελλάδα στη σκέψη των διαμορφωτών της εξωτερικής και της αμυντικής πολιτικής της υπερδύναμης.

Η προθυμία σύγκρουσης για την υπεράσπιση όσων η χώρα θεωρεί «εθνικά δίκαια» θα έδινε την εικόνα σοβαρής χώρας στις Ηνωμένες Πολιτείες και την πεποίθηση ότι θα πρέπει εις το εξής να υπολογίζουν με διαφορετικό τρόπο τον ελληνικό παράγοντα, καθώς θα έχει αποδείξει ότι είναι σε θέση να ανοίξει «τις πόρτες του φρενοκομείου», κάτι που θα διακυβεύσει τα αμερικανικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή.

Η Ελλάδα θα είχε την ευκαιρία να αναδειχθεί σταδιακά σε ηγετική δύναμη στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, έχοντας υποβαθμίσει αρκετά το γόητρο της Τουρκίας, κάτι που θα επαναπροσδιόριζε την ευαίσθητη γεωστρατηγική ισορροπία στην περιοχή.

Θα διεκδικούσε εν ολίγοις τη μεγαλύτερη προσοχή της υπερδύναμης, με ευεργετικές επιπτώσεις στην προβολή των εθνικών της θεμάτων.

Ποιες θα ήταν οι παράμετροι που θα καθόριζαν το πολιτικό σκηνικό της δυναμικής επίλυσης της κρίσης;

Η ανάλυση του συγκεκριμένου ερωτήματος βασίζεται εν μέρει στην παραδοχή ότι η άμεση διακοπή των εχθροπραξιών θα αποτελούσε το λογικό συμφέρον, τόσο των Ηνωμένων Πολιτειών όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τους δύο αυτούς πυλώνες ισχύος του διεθνούς συστήματος, κυρίως τον πρώτο, θεωρούμε ως τους πραγματικούς ρυθμιστικούς παράγοντες της σύγκρουσης.

Η εμπλοκή του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) θα μπορούσε να θεωρηθεί νομοτελειακά βέβαιη, ωστόσο η πραγματική παρεμβατική δυνατότητα θα προέκυπτε από τη βούληση κυρίως των ΗΠΑ και δευτερευόντως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς όμως να θεωρείται δεδομένη.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να μην αποσταθεροποιηθεί μακροπρόθεσμα η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και να μη συγκρουστούν δύο θεωρούμενοι ως στενοί σύμμαχοί τους.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιθυμούσε επίσης τη ραγδαία αποκλιμάκωση, για να μη διαταραχθεί η πολιτική της σε ένα γεωπολιτικό σταυροδρόμι που οδηγεί στη Μέση Ανατολή, για το οποίο καταβάλλει προσπάθειες αξιοποίησης, και για να μην ανατραπούν οι σχεδιασμοί για την οικονομική τουλάχιστον εκμετάλλευση της τουρκικής αγοράς. Η Ε.Ε. ωστόσο θα δυσκολευόταν να διαμορφώσει κοινή στάση ανάμεσα στα μέλη της, παρά την υποχρέωση επίδειξης αλληλεγγύης στο κράτος-μέλος (Ελλάδα).

Οι διμερείς σχέσεις χωρών-μελών της Ένωσης με την Τουρκία και τα επιμέρους συμφέροντα είναι πιθανό να έθεταν προσκόμματα στην προσπάθεια της Ε.Ε. να αρθρώσει ενιαίο, αποτελεσματικό και παρεμβατικό στην κρίση λόγο.

Κατά συνέπεια, αμφότερες οι δυνάμεις θα επεδίωκαν την άμεση κατάπαυση του πυρός. Η πιθανότητα να μην παρενέβαιναν και να άφηναν τις εκατέρωθεν Ένοπλες Δυνάμεις να συγκρουσθούν, μέχρις ότου οι δύο αντίπαλοι –με την πρωτοβουλία του ενός ή του άλλου– βρουν έναν τρόπο απεμπλοκής, είναι σχεδόν μηδενική.

Οι ΗΠΑ παγίως επιδιώκουν να φέρουν τα όποια εμπλεκόμενα μέρη στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων.

Ο λόγος είναι απλός. Ειδικά στην περίπτωση των Ελληνοτουρκικών, η υπερδύναμη δεν έχει κανένα συμφέρον να πάρει εμφανώς το μέρος του ενός ή του άλλου, δεδομένου ότι αμφότεροι αποτελούν «στρατηγικούς συμμάχους» σε μια κρίσιμη γεωπολιτικά περιοχή, πέραν της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ.

Η στάση όμως αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη «παγίδα» για την ελληνική διπλωματία. Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν είναι αναθεωρητικό κράτος, αλλά τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ του status quo, η τήρηση ίσων αποστάσεων (της «μέσης γραμμής» με πιο απλά λόγια) ευνοεί την Τουρκία η οποία, έχοντας υπόψη την πάγια αμερικανική πολιτική, γνωρίζει ότι, όσο κλιμακώνει την πίεση και τις διεκδικήσεις της απέναντι στην Ελλάδα, «ολισθαίνει» την αμερικανική στάση συνεχώς προς όφελός της.

Αυτό ακριβώς το σημείο οφείλει να τονίζει σε όλους τους τόνους η ελληνική διπλωματία, καθότι η συγκεκριμένη πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών είναι, έστω αθέλητα, έντονα αποσταθεροποιητική. Αυτό σημαίνει ότι επί της ουσίας παράγει διαφορετικά αποτελέσματα από αυτά που διακηρύσσει επισήμως ότι επιδιώκει.

Έστω λοιπόν ότι ξεσπούσε σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Απλουστευτικές εικασίες του τύπου «θα μπλόκαραν με ηλεκτρονικά μέσα τα οπλικά συστήματα των δύο μερών» δεν μπορούν να γίνουν εύκολα αποδεκτές.

Σε μια τέτοια περίπτωση, θα διακινδύνευαν να λάβει η σύγκρουση ανεξέλεγκτες διαστάσεις: αν οι δύο πλευρές δεν μπορούν να επιφέρουν πλήγμα-κόστος στον αντίπαλο εξαιτίας αυτού του λόγου, είναι πιθανό να οδηγηθούν στην απόφαση χρήσης όπλων εναντίον στόχων που βρίσκονται σε κατοικημένες περιοχές, με αποτέλεσμα να αυξηθεί δραματικά ο κίνδυνος να προκύψει μεγάλος αριθμός θυμάτων στις τάξεις του άμαχου πληθυσμού.

Σε περίπτωση που η αμερικανική πλευρά επιλέξει να «μεροληπτήσει» υπέρ μίας εκ των δύο πλευρών της κρίσης, ο εν λόγω κίνδυνος θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, καθώς αυτός που θα διαπιστώσει ότι μειονεκτεί δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να πλήξει αστικά κέντρα, σε μια προσπάθεια να επιβάλει κόστος στον αντίπαλό του, δημιουργώντας του κίνητρο-επιθυμία απεμπλοκής.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, άπαντες θα επεδίωκαν να φέρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τις δύο πλευρές, έστω υπό την υψηλή εποπτεία των «μεγάλων δυνάμεων». Η χρονική στιγμή που θα το κατόρθωναν θα είχε τη δική της ειδική σημασία.

Η κατάσταση που θα είχε δημιουργηθεί από τη σύγκρουση θα προσδιόριζε και τις δυνατότητες πίεσης που θα είχε η Τουρκία και τις δυνατότητες αντίστασης της ελληνικής πλευράς στην κατοχύρωση της όποιας αλλαγής στο status quo.

Εάν σε στρατιωτικό επίπεδο υπήρχε σχετική ισορροπία ή οριακές αλλαγές, η αναζήτηση διπλωματικού συμβιβασμού που θα οδηγούσε στο τέλος της σύγκρουσης, υπό την αιγίδα πάντα των ΗΠΑ και της Ε.Ε., θα ήταν πολύ ευκολότερη.

Η συγκεκριμένη λογική δεν θα ίσχυε σε περίπτωση που υπήρχε τετελεσμένο, όπως, για παράδειγμα, η κατάληψη ελληνικού εδάφους. Η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να δεχθεί να καθίσει στο τραπέζι, καθότι το σύνηθες αποτέλεσμα θα ήταν η κατοχύρωση του τετελεσμένου.

Με απλά λόγια, σε περίπτωση στρατιωτικής σύγκρουσης, το παρόμοιο λάθος που διέπραξε η Ελλάδα στην περίπτωση της «ειρηνικής» απεμπλοκής θα μπορούσε δυνητικά να έχει πολύ σοβαρότερες συνέπειες. Συνυπολογίζοντας όμως τη «μεγάλη εικόνα» της κατάστασης, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι λίγο διαφορετικά.

Η Ελλάδα θα είχε αποδείξει ότι δεν διστάζει να εμπλακεί ακόμα και στρατιωτικά για την προστασία των κυριαρχικών της δικαιωμάτων, κάτι που θα μπορούσε θεωρητικά να εξισορροπήσει την κατάσταση. Εξ ου και η θέση-επιχείρημα ότι «ορισμένες φορές είναι πιο συμφέρον να συγκρουστείς στρατιωτικά, ακόμη κι αν ηττηθείς».

Η έννοια του «νικητή» και του «ηττημένου» στην περίπτωση ελληνοτουρκικής στρατιωτικής αναμέτρησης θα είχε πιθανότατα πολύ σχετικό περιεχόμενο και ο ασφαλής ορισμός της θα ήταν εξαιρετικά δυσχερής.

Η Ελλάδα, επιδεικνύοντας μια τέτοια στάση, θα μπορούσε να έχει επιτύχει να «αγοράσει» μια μακρά περίοδο σταθερότητας στο ελληνοτουρκικό σύστημα, καθώς ο αντίπαλος θα γνώριζε ότι η ελληνική πλευρά πιθανότατα δεν θα διστάσει να επαναλάβει αυτή τη συμπεριφορά. Κατά συνέπεια, θα ήταν εύλογο να αναμένουμε ότι θα επιδείκνυε μεγαλύτερη σωφροσύνη.

Το μήνυμα αυτό δεν θα το είχε εισπράξει αποκλειστικά η πολιτικοστρατιωτική τουρκική ηγεσία, αλλά και η τουρκική κοινωνία, χωρίς να αποκλείεται και ο «τραυματισμός» του κύρους των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων.

Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναζήτηση από μέρους των Τούρκων στρατηγών ευκαιρίας για την επίτευξη «ανέξοδης νίκης» απέναντι στην Ελλάδα, για τη μερική έστω αντιστροφή αυτής της εικόνας, κάτι που θα λειτουργούσε ιδιαιτέρως αποσταθεροποιητικά.

Το γόητρο των Ενόπλων Δυνάμεων και ο μύθος του «αήττητου τουρκικού στρατεύματος» θα είχαν υποστεί σοβαρό πλήγμα, με συνέπειες για το εσωτερικό της χώρας, τις οποίες δεν μπορεί κανείς εύκολα να εκτιμήσει.

Η συνεχής πάντως υποχωρητικότητα με το πρόσχημα –ή την πραγματική πεποίθηση– ότι υπηρετεί την ειρήνη, είναι πιθανό να οδηγήσει στην αποθράσυνση του αντιπάλου και στην παραγωγή των ακριβώς αντίθετων αποτελεσμάτων.

Το πρόβλημα που θα μπορούσε να είχε προκύψει είναι το να είχε τεθεί η Ελλάδα «υπό επιτήρηση», ενώ παράλληλα θα πειθαναγκαζόταν να σπεύσει με κάποιο τρόπο να διευθετήσει τις «διαφορές» της με την Τουρκία.

Αυτό ενδεχομένως θα αποτελούσε επιτυχία για την τουρκική πλευρά, καθώς είναι η μόνη που θέτει συνεχώς ζητήματα, μετακινώντας διαρκώς τη «μέση οδό», (που συνήθως αναζητούν οι όποιοι διεθνείς μεσολαβητές) προς την πλευρά της.

Η Ελλάδα θα μπορούσε να «οχυρωθεί» πίσω από συγκεκριμένες θέσεις, τις οποίες θα επεδίωκε να εξηγήσει με την επιθετική δραστηριοποίηση της διπλωματίας της, επιδιώκοντας, έστω με καθυστέρηση, την εξεύρεση συμμάχων για να αναστρέψει τη δυσμενή αυτή κατάσταση. Οι συνέπειες θα άγγιζαν και την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας.

Ίσως να αντιμετώπιζε ένα ιδιότυπο περιστασιακό εμπάργκο στην προμήθεια προηγμένων οπλικών συστημάτων, το οποίο θεωρητικά η χώρα μας ίσως επιχειρούσε να αψηφήσει με εναλλακτικές εξοπλιστικές αγορές, κατά προτίμηση ευρωπαϊκές, έναντι συγκεκριμένων πολιτικών-διπλωματικών ανταλλαγμάτων.

Η ρωσική εξοπλιστική αγορά θα αποτελούσε μία ακόμη επιλογή, υψηλού όμως πολιτικού-διπλωματικού ρίσκου, ιδίως αν οι προσπάθειες αφορούσαν σε συστήματα που θα επηρέαζαν καθοριστικά το ελληνοτουρκικό ισοζύγιο ισχύος.

Η κατάσταση αυτή θα είχε επιδεινώσει έτι περαιτέρω τα δημοσιονομικά της Ελλάδας, δυσχεραίνοντας την ένταξη της Ελλάδας στην «πρώτη ταχύτητα» των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η εξέλιξη όμως της ελληνικής οικονομίας θα εξαρτάτο και από μια ψυχολογική παράμετρο, τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική. Στο εσωτερικό πλαίσιο, η πιθανή ανύψωση του ηθικού της κοινωνίας και η εμπέδωση της αντίληψης ότι η χώρα αντεπεξήλθε ικανοποιητικά απέναντι σε μια τέτοιας σοβαρότητας απειλή ασφαλείας, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καλύτερη οικονομική πορεία, με την παράλληλη διατήρηση των κοινωνικών εντάσεων σε ελεγχόμενο επίπεδο, λόγω αύξησης των ποσοστών αποδοχής ή απλά και μόνο ανοχής, απέναντι στην κυβέρνηση, η οποία θα διέθετε αυξημένο κύρος.

Στο εξωτερικό μέτωπο, μεσοπρόθεσμα, η επίδειξη αποφασιστικότητας για την προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων και η απόδειξη ότι η χώρα διέθετε την ισχύ να το πράξει θα μπορούσαν να περάσουν μήνυμα σχετικής ασφάλειας των διεθνών επενδύσεων, με αποτέλεσμα την τόνωση της ελληνικής οικονομίας.

Όλα τα ανωτέρω αποτελούν εικασίες. Σε κάθε περίπτωση, όμως, καταδεικνύουν ότι οι εξελίξεις θα είχαν δυναμικό και όχι στατικό-νομοτελειακό χαρακτήρα και πως η επιλογή της στρατιωτικής σύγκρουσης δεν θα συνεπαγόταν αυτομάτως οικονομική καταστροφή.

pronews.gr

Η Αιτωλοακαρνανία στο διαδίκτυο για ενημέρωση επι της ουσίας
west media call west media call west media call