Τετάρτη, 24η Απριλίου 2024  7:37: μμ
WESTMEDIA LOGO rss button fb button fb button
Πέμπτη, 24 Δεκεμβρίου 2020 09:42

Το εθνικό μας σπορ – “Μουγκαμάρα”…

Είσαι ανυπόφορος, αν είσαι πετυχημένος στην Ελλάδα. Δεν το έχουμε σε καλό έναν καλό λόγο να πούμε. Αν πετυχαίνεις μέσα η έξω ξεκινά ακαριαία μια περιφρονητική σιωπή.

Του Νικόλαου Σταθούλη

«Μη φθονείτε τους πρωτεύουσιν αλλ’ αμιλλάσθαι» έλεγε ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης. Που να ήξερε…

Βαστάει χρόνια αυτή η κολόνια.
Ο φθόνος είναι κακός. Πολύ κακός. Κι ας είναι το εθνικό μας άθλημα. Λιώνει τα μάτια και την καρδιά των φθονερών όμως.
Έτσι είναι η πληγή της αλήθειας. Καίει. Ζεματάει. Εθνικό μας σπορ η μουγκαμάρα. Είσαι πετυχημένος; Μουγκαμάρα.

“Συνθέτρια της Χρονιάς 2020” η Λίνα Τόνια από την Αλεξάνδρεια Ημαθίας. Μουγκαμάρα.

Έκανες μια πετυχημένη παράσταση σαν σκηνοθέτης;
Μουγκαμάρα αν δεν είσαι μέσα στο θλιβερό μικροκύκλωμα τους.

Φθόνος λέγεται. Σε φθονούν σε τούτο τον τόπο αν είσαι καλύτερος. Αυτό δεν αλλάζει. Μεταδίδεται από γενιά σε γενιά σαν αρρώστια.

Έγραψες ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα για το οποίο όλοι συζητούν έξω; Μουγκαμάρα στον μικρόκοσμο μας. Τα εύσημα από αλλού. Όχι από εδώ.

Αν είσαι «δικός» μας, κι ας είσαι ασήμαντος στη δουλειά σου, θα σε προβάλουν.

Αν πληρώσεις 10.000€ η 15.000€ τον επιμελητή του Μουσείου «για να σου κάνει Μουσειολογική προσέγγιση στο έργο σου» θα προβληθείς. Αλλιώς Μουγκαμάρα.
Μέχρι και για την γάτα σου θα κάνουν εκπομπή στην τηλεόραση. Και να οι συνεντεύξεις στα ραδιόφωνα.
Αν αξίζεις ένα δράμι, μουγκαμάρα.

Εφημερίδες με κύρος, εξαρτώνται από ασήμαντους δημοσιογράφους. Πως γίνεται;
Το πραγματικό κλίμα που δημιούργησε στην Ελλάδα η βράβευση του Γιώργου Σεφέρη το περιγράφει χρόνια πριν, ο Γ. Π. Σαββίδης σε κείμενό του το 1993 με τον εύγλωττο τίτλο: “Μουγκαμάρα και φθόνος”.
Στην Ελλάδα, ελάχιστα έχουν αλλάξει από την εποχή της Κάλλας και του Μητρόπουλου.

Η Ελλάδα ήταν πάντοτε πολύ περιορισμένος χώρος για του πετυχημένους. Αυτό δεν αλλάζει.

Όταν το 1924 επέστρεψε γεμάτος οράματα ο αρχιμουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος, η μισαλλοδοξία του μικρόκοσμου στην Αθήνα από μία φυσιογνωμία του δικού του μεγέθους, τον υποχρέωσε να φύγει το 1938 για τη Μινεάπολη των ΗΠΑ, για να βρεθεί σύντομα διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης. Μίσος.

Ήταν τότε που είπε στον μικρό τότε Αλέξανδρο Ιόλα, ο οποίος λάτρευε την Ελλάδα: «Φύγε από την Ελλάδα αν την αγαπάς. Έξω θα την αγαπήσεις περισσότερο». Και του έδωσε τα κλειδιά του σπιτιού του στο Βερολίνο.

Όταν αποφάσισε να γυρίσει πίσω ο Αλέξανδρος Ιόλας τον «έθαψαν» ζωντανό.
Ο φθόνος συναδέλφων της ήταν αυτός που έστρεψε και την 22χρονη Κάλλας προς το εξωτερικό.

Είμαστε μια πνευματική κοινωνία Πυγμαίων.
Θρηνούμε τις χαμένες ευκαιρίες μας μέσα στην Ακρόπολη της εσωστρέφειας και της μηχανορραφίας.
Μια πληγή η οποία πυορροεί τριγύρω από την Ακρόπολη και δεν λέει να σταματήσει.
Οι άξιοι ζουν εξόριστοι σε τόπους και κοινωνίες πολιτιστικά πιο φιλόξενες και γενναιόδωρες.

Την αδιαφορία της ελληνικής μικροπρέπειας την αφηγείται ο κριτικός Αντρέας Καραντώνης: «Αν εξαιρέσουμε μια δυο περιορισμένες εκδηλώσεις στην Αθήνα –εντελώς ανεπίσημες και ιδιωτικές– θα έλεγε κανείς πως όλοι οι άλλοι στοιχημάτισαν μεταξύ τους… να το λησμονήσουν το Νόμπελ που πήρε ο Σεφέρης.
Η Κυβέρνηση, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, η Ακαδημία, ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός», τα Λογοτεχνικά μας Σωματεία, οι Πνευματικές μας Ομάδες σώπασαν» -«Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης»- 1980).

Τη γενικότερη αποσιώπηση την αφηγείται γλαφυρά, επίσης, ο Γ. Π. Σαββίδης: «Η άμεση απήχηση στην Ελλάδα; Μουγκαμάρα και φθόνος.
Την ημέρα της αναγγελίας βρισκόμουν για συμπαράσταση στο σπίτι του ποιητή […].
Όταν ακούστηκε η επιβεβαίωση […], πετάχτηκα στο κοντινό ψιλικατζίδικο, που είχε τηλέφωνο, να δώσω την είδηση στο “Βήμα”. Επιστρέφοντας, βρήκα να περιφέρεται στην οδό Άγρας ένας έρημος Ιταλός δημοσιογράφος.
Με σταμάτησε και ρώτησε: “Πού μένει ο Σεφέρης;”. Του έδειξα την πόρτα. Με κοίταξε σαν να τον δούλευα: “Μα πού είναι οι Ελληνες δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι;” […] Κάπως αργότερα, άρχισαν να καταφθάνουν συγγενείς, φίλοι και ομότεχνοι.
Οι τελευταίοι, αδέξιοι και κίτρινοι (ανάμεσά τους και δύο ακαδημαϊκοί). […]

Επιστρέφοντας αεροπορικώς από την Στοκχόλμη με τον ποιητή [Χριστούγεννα 1963], είχα τηλεγραφήσει στο “Βήμα” αριθμό πτήσης και ώρα αφίξεως, υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής.

Στο Ελληνικό βρήκαμε να μας περιμένουν δύο γυναίκες: η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος» («Το Βήμα», 17.11.1993). Υπάρχουν και άλλες σχετικές μαρτυρίες (του Νίκου Καρύδη, του Ρόντρικ Μπήτον.
Ποια ήταν η έμμεση απάντηση του Σεφέρη στην αδιάφορη ελληνική πολιτεία και τους μικρόψυχους «κίτρινους» Ελληνες ομότεχνους και διανοούμενους;

Την εντοπίζει, εύστοχα, ο Σαββίδης στην ίδια αφήγηση.
Έξι μήνες μετά τη βράβευσή του, τον Απρίλιο 1964, όταν ανακηρύσσεται σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (με πρόταση του Λίνου Πολίτη), ο Σεφέρης υπενθυμίζει τις ακόλουθες φράσεις του Γάλλου ποιητή Baudelaire: «Τα έθνη έχουν μεγάλους ανθρώπους παρά τη θέλησή τους. Ο μεγάλος άνθρωπος είναι λοιπόν νικητής ολόκληρου του έθνους του».

Όπως θυμάται ο Σαββίδης (1993), επειδή υποψιαζόταν ότι η επιστροφή του Γιώργου Σεφέρη από τη Στοκχόλμη θα συνοδευόταν από την ίδια “μουγκαμάρα”, τηλεγραφεί “υποδεικνύοντας την οργάνωση κάποιας υποδοχής”.
Στο αεροδρόμιο τους υποδέχονται δυο γυναίκες, “η μάνα μου και η Ιωάννα Τσάτσου. Κανείς άλλος”.

Στην πρώτη εμφάνιση του Θεάτρου Τέχνης στο Ηρώδειο με ένα σχήμα βασικών συντελεστών (Κουν, Τσαρούχης, Χατζιδάκις, Ραλλού Μάνου) το Σάββατο 29 Αυγούστου του 1959, στους αριστοφανικούς «Όρνιθες» ξεκίνησαν οι αποδοκιμασίες, «Αίσχος, σταματήστε, ντροπή…». Ύστερα σιγή. Τι θέλει να μας πει αυτό το θέατρο;;;

Μετά τις εκλογές του 1977, ο Kαραμανλής εμπιστεύτηκε το Yπουργείο Πολιτισμού στον καθηγητή φιλοσοφίας Δημήτρη Νιάνια. Eκείνοι που μια ζωή γνωρίζουν και σέβονται τον Nιάνια, τον εκτιμούν ένα παραπάνω για τις σωστικές παρεμβάσεις του στο χώρο της Aκρόπολης. H πεζοδρόμηση της Πλάκας άρχισε από την οδό Kυδαθηναίων και Φιλελλήνων το 1978, κι έγινε η πρώτη προσπάθεια αναστήλωσης τμήματος του Eρεχθείου το 1979, ενώ έσωσε με σχετικές αποφάσεις του εκατοντάδες νεοκλασικά, από την Kουμουνδούρου ως την Aκρόπολη. Μουγκαμάρα.

Οι φωτεινές εξαιρέσεις είτε καταποντίστηκαν σε ένα όργιο αδιαφορίας και αποσιώπησης είτε ακόμα και αν έλαμψαν μακριά από το Ελλαδικό κέντρο, σπιλώθηκαν ή κατασυκοφαντήθηκαν άγρια από τις μικρές κάστες της διανόησης που λυμαίνονται τον τόπο.

Το παιχνίδι παίζεται δεκαετίες τώρα με τους ίδιους και τους ίδιους είτε μιλάμε για λογοτεχνία είτε μιλάμε για θέατρο είτε ακόμα και για ακαδημαϊκούς τίτλους και πανεπιστημιακές έδρες.

Στο μεταξύ Φθόνος και Μουγκαμάρα κάθε φορά που κάποιος καταφέρνει να βγει από τα τείχη της εγχώριας μετριότητας και να διαπρέψει στο εξωτερικό.

Το βλέπουμε στις περιπτώσεις που κάποιο πρόσωπο ταράζει το βάλτο στα γράμματα και στις τέχνες της χώρας. Μουγκαμάρα.

Το μίσος δεν είναι το αντίθετο της αγάπης. Η αδιαφορία είναι.

 www.newspepper.gr 

Διαβάστηκε 731 φορές