του Γιώργου Βαρεμένου*
Επειδή ούτε η πανδημία κατέστη δυνατόν να ανακόψει το μεγάλο ντημπέιτ για τοποιός ξεβλάχεψε ποιόν σ’αυτή την χώρα, ήρθε η ώρα να εξομολογηθώ δημοσίως την μεγάλη μου αμαρτία. Παρότι, λόγω μίας εκ γενετής μανίας καταδίωξης έχω γυρίσει όλον τον κόσμο, παραμένω αθεράπευτα, καθώς φαίνεται, βλάχος. Αναρωτιέμαι αν είναι καιρός πλέον να επισκεφθώ κάποιον ειδικό για το «ξεβλάχεμα» σελέμπριτυ ή πρέπει οριστικά και αμετάκλητα να συμβιβασθώ μ’ αυτή την αλλόκοτη πραγματικότητα. Σκληρή πραγματικότητα, αλλά η μοναδική όπου μπορείς να βρεις ένα κοντοσούβλι της προκοπής. Και αλλόκοτη, διότι το βλάχεμα το δικό μου δεν έχει τίποτε το ποιητικό, όπως η αίσθηση του Τάκη Σινόπουλου ότι ήταν ένας άνθρωπος που συνεχώς ερχόταν από τον Πύργο. Εγώ, εντελώς πεζά αν και κινούμενος με αυτοκίνητο, μόλις περάσω την γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου και πατήσω τα ιερά χώματα της Αιτωλοακαρνανίας, μου συμβαίνει το εξής, που δεν έχει να κάνει με φοβία, ιδεοληψία ή πανικό, σαν εκείνα τα φαινόμενα που παρακολουθούμε στις ταινίες του Γούντι Άλλεν, αλλά είναι απολύτως πεζά πραγματικό: Ωσάν να ενεργοποιείται ένας μηχανισμός, αναδύεται από το υποσυνείδητο ένας κόφτης και, εκεί που έκοβα τις μισές λέξεις, αρχίζω, εντελώς ασυνείδητα ρε παιδάκιμ’, να τις κόβω σχεδόν όλες. Άλλο παράξενο και ανεξήγητο είναι πως, παρότι αριστερός αλλά όχι αριστερόχειρας, δεν μπόρεσα ποτέ, σε επίσημες εκδηλώσεις όπου παραβρέθηκα για επαγγελματικούς λόγους, να πιάσω -όσο κι αν προσπάθησα- το πιρούνι με το αριστερό και το μαχαίρι με το δεξί χέρι, παρά το γεγονός ότι με σκουντούσε επίμονα η διπλανή μου.
Το χειρότερο απ’ όλα παρατηρείται όταν μερικές φορές, στα καλά καθούμενα και χωρίς ανωτέρα βία, αρχίζω να τρώω με το χέρι. Σε βαθμό που νοιώθω σαν στο σπίτι μου σε κάποιες χώρες της Αφρικής, όπου συνηθίζεται να τρώνε μ’ αυτόν τον τρόπο και στο τέλος φέρνουν έναν κουβά (σατίλι τον λέγαμε στο Αγρίνιο) για να πλύνεις τα χέρια σου, ενώ το δάπεδο είναι χωμάτινο, όπως στις αποθήκες που αρμαθιάζαμε τον καπνό.
Ούτε οι Άνδεις, ούτε η έρημος Ατακάμα με τον έναστρο ουρανό, ούτε το Σαλάρ ντε Ουγιούνιμε τα τοπία-πίνακες του Νταλί στην Βολιβία, ούτε τα βοσκοτόπια της Μογγολίας, ούτε η ζούγκλα του Βόρνεο ή οι καταρράκτες στις εσχατιές της Ισλανδίας και του Σάλτο Άνχελή ο,τιδήποτε άλλο, με έκανα να νοιώσω όπως στα Άγραφα, την πατρίδα της μάνας μου. Θα μου πεις, γιατί δεν κάθεσαι τότε στ’ αυγά σου ή γιατί δεν πας στην Μύκονο για να γιατρευτείς; Απλά διότι διαπιστώνω το ανίατο της περίπτωσής μου, όταν συλλαμβάνω τον εαυτό μου να βλέπει αυτούς που κάνουν κάτι παρόμοιο και το επιδεικνύουν σαν ασπόνδυλα θηλαστικά και όντα με πλαστικά κόκκαλα. Θα μου πεις δεν χρειαζόταν να σου συμβεί κάτι τέτοιο για να καταδειχθεί ότι υπάρχει πρόβλημα. Εδώ μ’ αυτό το ένδοξο όνομα επιχείρησες να σταδιοδρομήσεις όχι μόνο στην δημοσιογραφία αλλά και στην πολιτική. Πού πας ρε καραμήτρο;
ΥΓ: Μιάς και είμαι από επαρχία, έχω μία ερώτηση: Το ξεβλάχιασμα είναι σαν το ξεμάτιασμα ή κάτι πολύ πιο δραστικό; Μήπως έχει παρενέργειες και να αρκεστώ μόνο στο εμβόλιο για τον κορωνοϊό;
* Ο Γ. Βαρεμένος είναι βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας και αναπληρωτής τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.
sinidisi.gr