Μοναδικά έργα από την περιοδική έκθεση «Το 1821 στη ζωγραφική. Η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν Πινακοθήκην της» και από τη μόνιμη Συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης είχαν την ευκαιρία να δουν οι υψηλοί προσκεκλημένοι για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση.
Οι ξένοι επίσημοι ξεναγήθηκαν στην ολοκαίνουργια Εθνική Πινακοθήκη και θάυμασαν μοναδικά έργα. Από τον Ευγένιο Ντελακρουά μέχρι τον Νικόλαο Γύζη, με θέμα την Ελληνική Επανάσταση.
Δείτε τα έργα
ΘΕOΔΩΡΟΣ ΒΡΥΖΑΚΗΣ (1814-1878) Η Ελλάς ευγνωμονούσα, 1858. Λάδι σε μουσαμά, 215×157 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Η Ελλάς ευγνωμονούσα (1858), αλληγορία στην οποία η ελευθερωμένη πλέον Ελλάδα, λυσίκομη, δαφνοστεφής, με μακρύ λευκό αρχαιοπρεπές ένδυμα, ανυπόδητη, συνάγει υπό τη σκέπη της ανεξαιρέτως τα φυσικά και πνευματικά τέκνα της που προετοίμασαν και υπηρέτησαν την Επανάσταση -από τον Κοραή, τον Ρήγα, τον Μιχαήλ Βόδα Σούτζο και τους Υψηλάντηδες έως την Μπουμπουλίνα, τον Μιαούλη, τον Παπαφλέσσα, τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη, τον Μαυροκορδάτο, τον Καποδίστρια και τον Λόρδο Byron. Γαλήνια και σοβαρή, η Ελλάδα κλίνει την κεφαλή, τανύζει τα χέρια και τους αποτίει την οφειλόμενη ευγνώμονα τιμή. Είναι αληθινό μνημείο εθνικής ομόνοιας. Συμπυκνώνει, ασφαλώς, την έννοια της Παλιγγενεσίας, μία έννοια καθοριστική, με την πατρίδα να παριστάνεται ως την αρχαία Ελλάδα που αναγεννάται ως νέα χάρη στην Επανάσταση του 1821, που τη λύτρωσε από τα μακραίωνα δεσμά.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ, 1798-1863 – Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα, 1856. Λάδι σε μουσαμά, 66,7×81,6 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Αν και μεταγενέστερο κατά πολύ, το εξαιρετικά ζωγραφικό Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα (1856), το έργο που μας εισάγει στην αίθουσα της έκθεσης, διατηρεί στο ακέραιο την ικμάδα της εικαστικής γραφής και το ανανεωτικό πνεύμα του Delacroix. Μαρτυρά ότι, ακόμη και πολλά χρόνια μετά από την Επανάσταση, το ενδιαφέρον τόσο του ίδιου όσο και του κοινού για τη σχετική εικονογραφία παρέμενε αμείωτο.
Στην τόσο επιτυχή αυτή απόδοση του μοτίβου του έφιππου πολεμιστή, στο οποίο επανέρχεται ο ζωγράφος στην ωριμότητά του, νιώθει κανείς την ορμή της κίνησης, τον ίδιο τον καλπασμό, καθώς ο Έλληνας ιππέας με τη ζωηρή φορεσιά κινείται υπερήφανα επιθετικά, ενώ ο Τούρκος και, λίγο πιο μακριά, το μαύρο άλογό του κείνται στο χώμα· ο Έλληνας και το δυνατό άτι του κοιτούν αφ’ υψηλού τον εξουδετερωμένο Οθωμανό, προσπερνούν και προελαύνουν.
Το έργο μεταδίδει την αίσθηση του ανέμου, του μπαρουτιού, της μάχης σώμα με σώμα, ενώ μοιάζει να προοικονομεί τη νίκη.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΡΥΖΑΚΗΣ (1814-1878): Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, 1861. Λάδι σε μουσαμά, 155×213 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου / THEODOROS VRYZAKIS (1814-1878)
Η Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι (1861) απεικονίζει την άφιξη του Άγγλου ρομαντικού ποιητή στη μετέπειτα ιερή πόλη τον Ιανουάριο του 1824. Η σκηνή αποτυπώνει τη δημοφιλία του φιλέλληνα ευγενούς, ο οποίος φθάνει ευτυχής στον τόπο όπου έμελλε να χάσει τη ζωή του τρεις μήνες αργότερα, και την πάνδημη υποδοχή που είχε οργανώσει για εκείνον ο παριστάμενος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος· όπως έγραφε ο Τύπος στο Μεσολόγγι: «όλαι αι τάξεις των εγκατοίκων τον υπεδέχθησαν με προπομπήν μεγίστην, εις επίδειξιν της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης προς άνδρα συντελεστικώτατον εις του Ελληνικού έθνους την αναγέννησιν».
Εμφατικό στοιχείο των προσδοκιών και των συμπαραδηλώσεων είναι το ότι ο ιερωμένος, δίπλα στον δεσπότη που ευλογεί, παριστάνεται να κρατά φορητό εικόνισμα της Ανάστασης του Ιησού, ενώ και ο ίδιος ο Byron κάνει μία «μεσσιανική» εμφάνιση εν μέσω του πλήθους που τον επευφημεί.
ΘΕOΔΩΡΟΣ ΒΡΥΖΑΚΗΣ (1814-1878): Η Έξοδος του Μεσολογγίου, 1853. Λάδι σε μουσαμά, 169×127 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Ο Θεόδωρος Βρυζάκης, ο καλλιτέχνης που ζωγράφισε αυτό το έργο, υπήρξε ορφανό του πολέμου της Ανεξαρτησίας (τον πατέρα του τον είχαν κρεμάσει οι Τούρκοι). Σπούδασε στο Μόναχο και έγινε ο κυριότερος ζωγράφος ιστορικών σκηνών. Ο σημαντικός αυτός πίνακας απομνημονεύει ένα από τα πιο τραγικά και τα πιο ξακουστά επεισόδια του Αγώνα, την ηρωική έξοδο των κατοίκων της πόλης του Μεσολογγίου τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826.
Η σύνθεση αναπτύσσεται κατακόρυφα, χωρίς βάθος, και χωρίζεται σε δύο επίπεδα: στην ουράνια και την επίγεια ζώνη.
Στο ουράνιο τμήμα, στον άξονα, δηλαδή στο κέντρο της σύνθεσης, βλέπουμε ένθρονο τον Παντοκράτορα, μέσα σε μια χρυσή νεφέλη, να ευλογεί τους αγωνιστές, ενώ άγγελοι με κλάδους βαΐων και στέφανα δάφνης ετοιμάζονται να στέψουν τους ήρωες. Οι Έλληνες πίστευαν ότι στον δίκαιο αγώνα τους είχαν την ευλογία του Χριστού. Στο επίγειο τμήμα της σύνθεσης, πάνω σε μια ξύλινη γέφυρα, οι αγωνιστές ορμούν έξω από την πύλη του τείχους, κραδαίνοντας τα σπαθιά τους. Ένας από αυτούς υψώνει με το αριστερό του χέρι την ελληνική σημαία με το σταυρό στο κοντάρι. Μερικοί έχουν κιόλας πληγωθεί. Ακολουθούν τα γυναικόπαιδα. Μητέρες με παιδιά έχουν πέσει κάτω από τη γέφυρα, στο χαντάκι. Κάποιοι είναι ήδη νεκροί, άλλοι χαροπαλεύουν. Οι Τούρκοι πάνοπλοι περιμένουν τους ηρωικούς αγωνιστές. Μερικοί ανεβαίνουν στα τείχη, σκαρφαλώνοντας πάνω σε μια σκάλα. Επικρατούν ταραχή, ένταση και μεγάλη δραματικότητα. Είναι σαν να ακούμε την κλαγγή των όπλων και τις κραυγές των πληγωμένων.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΡΥΖΑΚΗΣ (1814-1878) Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη, 1855 – Λάδι σε μουσαμά, 145×178 εκ.
Μία σκηνή που χρονικά έπεται της πτώσης του Μεσολογγίου αποδίδεται σε έναν ακόμη επιβλητικό πίνακα του Βρυζάκη, ο οποίος παριστάνει το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη (1855) στο Φάληρο πριν από τη μάχη στον Ανάλατο (1827), όταν οι Έλληνες ετοιμάζονταν τον Απρίλιο του 1827 να καταλάβουν την πολιορκημένη από τους Τούρκους Ακρόπολη.
Έλληνες πολεμιστές και φιλέλληνες αξιωματικοί διατάσσονται σε αυτή την πολυπρόσωπη σκηνή, που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς σύνθεσης, ποικιλίας και επεξεργασίας. Στο ύψωμα δεξιά, όπου κυματίζει η λευκή σημαία με τον γαλάζιο σταυρό, σε ευθεία παράταξη, παράλληλα προς τον θεατή, απεικονίζονται περί τους δεκαπέντε άνδρες.
Επικεφαλής, ο Καραϊσκάκης, ο οποίος δείχνει προς την Ακρόπολη, καθώς στόχος της επιχείρησης είναι η λύση της τουρκικής πολιορκίας στο μεγαλύτερο μέτωπο της Επανάστασης μετά από την άλωση του Μεσολογγίου. Παραπλεύρως, στέκονται ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο Σκωτσέζος συνταγματάρχης Thomas Gordon, ο Άγγλος ναύαρχος Frank Abney Hastings, ο Βαυαρός Karl Wilhelm von Heideck, αξιωματικός του πυροβολικού και ερασιτέχνης ζωγράφος, ο οποίος θα γινόταν μέλος της επιτροπής αντιβασιλείας, και άλλοι ακόμη Βαυαροί στρατιωτικοί και Έλληνες αγωνιστές. Στην κάτω αριστερή γωνία, στο πρώτο πλάνο, απεικονίζεται με στρατιωτική στολή ο Βαυαρός υπαξιωματικός Karl Krazeisen.
Καρλ Κρατσάιζεν, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, 1828. Λιθογραφία, 29×23 εκ.
Στον Βαυαρό ανθυπολοχαγό Καρλ Κρατσάιζεν (Karl Krazeisen, 1794-1878), που έφτασε στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1826, οφείλουμε τις προσωπογραφίες των αγωνιστών, όσων ήταν ακόμη ζωντανοί, αποτυπωμένες σε μια σειρά από ευαίσθητα σχέδια γεμάτα φιλαλήθεια, τα οποία στη συνέχεια λιθογραφήθηκαν στο Μόναχο για να γίνουν ευρύτερα γνωστά (1828-1831). Τα πολύτιμα αυτά τεκμήρια φυλάσσονται ευλαβικά στην Εθνική Πινακοθήκη. Οι ήρωες του ’21, όπως τους διαιώνισε ο Κρατσάιζεν, έμελλε να γίνουν η κύρια εικονογραφική πηγή της ελληνικής ιστορικής ζωγραφικής, μολονότι δεν ήταν τα μόνα σχέδια που διέσωζαν τις μορφές των πρωταγωνιστών του Αγώνα.
ΙΒΑΝ ΑΪΒΑΖΟΦΣΚΥ, 1817-1900: Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, 1881. Λάδι σε μουσαμά, 162×223 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Στον επιφανή Ρωσοαρμένιο ζωγράφο Ιβάν Αϊβαζόφσκυ (Ivan Aivasowsky, 1817-1900) οφείλουμε τη ρομαντική επική σύνθεση, που αναφέρεται σε ένα από τα πιο διάσημα κατορθώματα του ναυτικού αγώνα των Ελλήνων: την Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (1881) τη νύχτα της 6/7 Ιουνίου του 1822 στο λιμάνι της Χίου, ένα γεγονός τόσο απερινόητο που κατέπληξε την οικουμένη και ανέδειξε τον Ψαριανό ήρωα σε λατρευτικό είδωλο του φιλελληνισμού.
Ο Aivasowski επισκέφθηκε την Ελλάδα τρεις φορές· κατά το τρίτο ταξίδι του το 1881, μετέβη στη Χίο και, την ίδια χρονιά, ζωγράφισε την εντυπωσιακή Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη. Ένα αριστούργημα στο είδος του: η τουρκική ναυαρχίδα φλέγεται στο βάθος μέσα σε ένα κίτρινο νέφος, που σκορπίζει χρυσές ανταύγειες στα συμπληρωματικά ιώδη της θάλασσας και του ουρανού. Την ίδια ώρα, η βάρκα του πυρπολητή απομακρύνεται προς τη δεξιά πλευρά του πίνακα και, καθώς τέμνεται από το πλαίσιο, δημιουργεί την εντύπωση στον θεατή ότι συμμετέχει στα δρώμενα.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ (1842-1901) Μετά την καταστροφή των Ψαρών, π. 1896-1898. Λάδι σε μουσαμά, 133×188 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Η συγκλονιστική ζωγραφική παράσταση Μετά την καταστροφή των Ψαρών που ζωγραφίζει ο Γύζης στο Μόναχο, μετά το τρίτο και τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα το 1895. Πρόκειται για ένα έργο εμπνευσμένο από τα τραγικά γεγονότα του 1824, τον αφανισμό δηλαδή του ηρωικού νησιού των Ψαρών από τους Τούρκους, δύο χρόνια μετά από τις σφαγές της Χίου.
Μέσα στην αντάρα της νύχτας, στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του Αιγαίου, στοιβαγμένοι σε μια βάρκα στην οποία κυματίζει η σημαία, οι εκτοπισμένοι Ψαριανοί, με τα πατρογονικά κειμήλια στα χέρια, παλεύουν με όλες τους τις δυνάμεις να διασωθούν και να επιβιώσουν. Οι συνθήκες είναι αντίξοες, τα χτυπήματα της ιστορίας και της μοίρας δεν παύουν. Στο βάθος του ορίζοντα, όμως, ο ουρανός ανοίγει και η ελπίδα χαράζει.
Εξαιρετικά ζωγραφικό και εκφραστικό, το έργο ξεπερνά το επίπεδο της απλής περιγραφής, συλλαμβάνει όλη τη δυναμικότητα και την αποφασιστικότητα των Ψαριανών και ανάγεται σε σύμβολο αγωνιστικότητας, εκείνης της διαρκούς και ακατάπαυστης αγωνιστικότητας που απαιτεί η υπεράσπιση των αξιών και των υψηλών ιδανικών, με ύψιστο την πατρίδα. Συγχρόνως αναδεικνύει την υπερπροσπάθεια κάθε ξεριζωμένου ανθρώπου να αντιπαλέψει και να κρατηθεί στη ζωή.
ΕΡΓΑ ΜΟΝΙΜΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
Το φίλημα, πριν το 1878, Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904). Λάδι σε μουσαμά, 79×69 εκ.
Στο «Φίλημα» η σκηνή ξετυλίγεται σε μια εσωτερική αυλή, όπου βλέπουμε ένα λυγερόκορμο κορίτσι να τεντώνεται για να φτάσει να φιλήσει το αγαπημένο της αγόρι, που προβάλλει το κεφάλι του από το ψηλό παράθυρο. Η γλάστρα με τον κρίνο συμβολίζει την αγνότητα, ενώ ο ψηλόκορμος μίσχος του επαναλαμβάνει την κίνηση του λυγερόκορμου κοριτσιού. Επικρατούν οι ώχρες, τα λευκά και το λίγο κόκκινο στο φέσι του κοριτσιού. Αυτό το λίγο κόκκινο το αγαπούσε πολύ ο Νικηφόρος Λύτρας. Η παρατημένη παντούφλα υποδηλώνει τη βιασύνη της κόρης να συναντήσει τον καλό της, σημαδεύει όμως και τον χώρο, μας κάνει, δηλαδή, να μπαίνουμε μέσα στον χώρο.
Παιδική συναυλία, 1900, Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932). Λάδι σε μουσαμά, 176×250 εκ.
Η «Παιδική συναυλία» είναι ένα από τα πιο τολμηρά έργα του Ιακωβίδη από την άποψη της τεχνικής και του φωτισμού.
Η χαρούμενη σκηνή έχει τοποθετηθεί στο ολοφώτεινο δωμάτιο ενός βαυαρικού χωριάτικου σπιτιού, που φωτίζεται από δύο παράθυρα, ένα αριστερά και ένα στο κέντρο. Τα παράθυρα αυτά φωτίζουν τη σκηνή με διπλό τρόπο και καθώς το φως έρχεται αντίθετα, από το κεντρικό παράθυρο, θέτει στο ζωγράφο ένα πρόβλημα που θα λύσει με αριστοτεχνική μαεστρία, όπως θα διαπιστώσουμε. Το φως έρχεται αντίθετα και κάνει τους όγκους των παιδιών σκοτεινούς και βαρείς, αλλά τα περιγράμματα φωτίζονται έντονα. Έτσι το πουκάμισο του πρώτου αγοριού γίνεται διάφανο. Το πρόσωπο του μεγάλου κοριτσιού έχει «λιώσει» μέσα στο φως.
Εδώ ο Ιακωβίδης οδηγεί την τέχνη του ως τα όριά της, δηλαδή ως τον Ιμπρεσιονισμό. Το έργο ζωγραφίστηκε δύο φορές. Ο πρώτος πίνακας εκτέθηκε το 1896, στη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Το δεύτερο εκτέθηκε στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού του 1900, όπου και βραβεύτηκε. Αυτό βλέπουμε εδώ.
Λαϊκή αγορά, 1979-1982, Παναγιώτης Τέτσης (1925-2016). Λάδι σε μουσαμά, 249×1.215 εκ.
Η λαϊκή αγορά είναι ένα από τα τελευταία λαϊκά δρώμενα που διατηρούν ακόμη άφθαρτη την αυθεντικότητά τους. Χρώματα και αρώματα από τους πλούσιους καρπούς της γης διεγείρουν και ευφραίνουν όλες τις αισθήσεις. Αυτή η «συγγυμνασία» των αισθήσεων δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο έναν φανατικό οπαδό της ηδονής του χρώματος όπως ήταν ο ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης.
Σε κανένα έργο του Τέτση δεν αναδείχθηκε πιο εύγλωττα η κολοριστική του ικανότητα όσο στην επική σύνθεση που αφιέρωσε στη λαϊκή αγορά.
Τρία χρόνια (1979-1982) χρειάστηκαν στον ζωγράφο για να ολοκληρώσει το μνημειακό αυτό σύνολο, έναν φόρο τιμής στο λαϊκό δρώμενο που ξετυλίγεται κάθε Παρασκευή στην Ξενοκράτους, στο Κολωνάκι, δίπλα στο εργαστήριό του. Είναι να απορείς πώς κατάφερε να ζωγραφίσει αυτό το γιγάντιο έργο, με φιγούρες που ξεπερνούν το φυσικό μέγεθος, στον στενό χώρο του εργαστηρίου του.
Πηγή: iefimerida.gr