Η αγάπη για την πατρίδα, είναι διαχρονική αρετή και κορυφαία αξία. Έχει υμνηθεί, παραδειγματίσει και εμπνεύσει. Δεν τελεί σε εξαρτήσεις, ούτε περνά μέσα από πρόσωπα, υπολογισμούς και σκοπιμότητες.
Ταυτόχρονα έχει λοιδωρηθεί, έχει συκοφαντηθεί και έχει αποτελέσει προπέτασμα για να καλύψει ταπεινά κίνητρα, εγκληματικές πρακτικές και τυχοδιωκτικές συμπεριφορές. Χωρίς αυτό ωστόσο να αλλάζει την ουσία της και να απαξιώνει την αγνότητα και τον ρόλο της. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο, ότι κάθε προσπάθεια ποδηγέτησης και ελέγχου λαών και εθνών, στηρίζεται στην απαξίωση του πατριωτισμού, της αγάπης για την πατρίδα.
Η όποια απόπειρα να ερμηνευθεί, να προσδιορισθεί και να αξιολογηθεί ο πατριωτισμός, λογικό είναι να δημιουργεί, ερωτηματικά ως προς τα κίνητρά της. Το να προβάλλεται ως ο εχθρός ή το αντίθετο του εθνικισμού- που εξ ορισμού έχει αρνητικό φορτίο και αφορά ακραίες και απαξιωμένες συμπεριφορές- προβληματίζει ως προς τα κίνητρα. Κι αυτό γιατί εστιάζει σε ορισμούς και προκαλεί σύγχυση ως προς την αγνότητα και την αναγκαιότητα να επιδεικνύουν οι πολίτες την αγάπη τους για την Πατρίδα. Και να περιφρουρούν αντίστοιχα τα όσια και τα ιερά τους, την ασφάλεια των ιδίων και των αγαπημένων τους προσώπων, ενάντια σε κάθε επιβουλή.
Ο πατριωτισμός αντίστοιχα, προϋποθέτει, συνειδητή επιλογή, συνέπεια έργων και ευρύτητα πνεύματος.
Ούτε με βλακώδεις θεωρίες περί ευγονίας και «καθαρότητας αίματος», μπορεί να σχετίζεται, ούτε στην κρησάρα των «εργολάβων» της «εθνικής συνείδησης» υπόκειται. Αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση στην πράξη. Και είναι ένα καθημερινό δημοψήφισμα.
Όπως και η εθνική επιλογή και ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Επίσκοπος Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, που κατάγονταν από τη Μυτιλήνη και απετέλεσε μια από τις σπουδαιότερες μορφές του Μακεδονικού Αγώνα, φρόντισε άμεσα να μάθει το σλαβικό ιδίωμα της περιοχής, όπου ορίσθηκε Πνευματικός Ποιμενάρχης. Ρώτησε, κατά τα ιστορικά λεγόμενα τους κατοίκους, εάν ήθελαν να είναι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ή των Σλάβων ομαδαρχών και με μοναδική μαεστρία, τόνωσε το Ελληνικό εθνικό τους φρόνημα.
Ο καπετάν Κώττας, ένας από τους λαμπρότερους μακεδονομάχους, πέθανε στο ικρίωμα, φωνάζοντας στη Σλαβική διάλεκτο ‘ζήτω η Ελλάδα’. Αντίστοιχα όταν το 1914 κρίνονταν η τύχη της Βορείου Ηπείρου, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αντέτεινε ότι το μισό Υπουργικό του Συμβούλιο μιλούσε Αρβανίτικα για να αντιμετωπίσει το επιχείρημα ότι πολλοί εκ των κατοίκων της περιοχής μιλούσαν αλβανικά. Ο ναύαρχος Κουντουριώτης και ο στρατηγός Δαγκλής, από τους ήρωες των Βαλκανικών Πολέμων και του διπλασιασμού της Πατρίδας, ομιλούσαν ομοίως τα Αρβανίτικα.
Κανείς βέβαια δε διανοήθηκε να αμφισβητήσει τους υπέροχους αυτούς Έλληνες. Γιατί πάνω από όλα απέδειξαν στην πράξη την αγάπη τους για την Πατρίδα. Και την έκαναν μεγάλη. Όπως είναι και η οικουμενικότητα του Ελληνισμού.
Με το σκεπτικό και την πολιτική αυτή πρέπει να πορευθούμε. Με Έλληνες από επιλογή. Με μύστες της Ελληνικής Παιδείας. Που είναι και ο πατριωτισμός στην πράξη.
*Ο Πολύκαρπος Αδαμίδης είναι Δικηγόρος, ΔΝ, αν. Καθηγητής Κοινοτικού Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων