Ως «ένα ακόμη παράδειγμα αναντιστοιχίας λόγων και πράξεων, καθώς και διάψευσης προσδοκιών» χαρακτήρισε ο βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας με τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, Θάνος Μωραΐτης, το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο, κατά την ομιλία του στη Βουλή για την εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης.
Κατηγόρησε τη Νέα Δημοκρατία για μη- αξιοποίηση της «τεράστιας ευκαιρίας» που προσέφερε το θετικό αναπτυξιακό περιβάλλον που είχε δημιουργηθεί στη χώρα, για στήριξη ενός «περιορισμένου αριθμού κλάδων με μικρή αναπτυξιακή δυναμική και προστιθέμενη αξία» και για νομοθέτηση με όρους «αδιαφάνειας, σπατάλης κι αυθαιρεσίας».
Δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι η κυβέρνηση «παραμένει πιστή στη συνταγή ενός Βαλκανικού νεοφιλελευθερισμού, που εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα και που απέτυχε στο παρελθόν», ενώ την έψεξε για «απουσία κατεύθυνσης προς την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας, της ρομποτικής, της ηλεκτρομηχανικής και της τεχνητής νοημοσύνης».
«Κυρίως», τόνισε ότι στο πολυνομοσχέδιο, «απουσιάζει παντελώς το ενδιαφέρον για τη ραχοκοκαλιά της πραγματικής οικονομίας -δηλαδή τις μεσαίες, μικρές και ιδίως τις πολύ μικρές επιχειρήσεις», οι οποίες «παρέχουν 6 από τις 10 θέσεις εργασίας» και «αποτελούν το 97,2% της ελληνικής επιχειρηματικότητας».
Αναφερόμενος στις ρυθμίσεις του συγκεκριμένου πολυνομοσχεδίου για τα εργασιακά, δήλωσε πως «καθ’ υπόδειξη του ΣΕΒ» η κυβέρνηση «πλήττει δομικά τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις». Επιπρόσθετα, επεσήμανε τον κίνδυνο που ενέχει η κατάργηση ευνοϊκότερης ρύθμισης για πρόκληση «αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων και απορρύθμιση της αγοράς», καθώς «οι κλαδικές συμβάσεις δε διασφαλίζουν μόνο τους εργαζομένους, αλλά και τους μικρούς εργοδότες».
Εν συνεχεία, κατηγόρησε τη Νέα Δημοκρατία για «επιστροφή σε επιλογές της μεταπολεμικής περιόδου, που οδήγησαν σε υποβάθμιση κι ερήμωση της περιφέρειας» κι «επαναφορά ενός Αθηνοκεντρικού μοντέλου ανάπτυξης», με τη δρομολόγηση της εγκατάστασης «αποκλεισμένων από την Αττική βιομηχανιών, μέσω του επανακαθορισμού των επιπέδων όχλησης».
Όπως είπε χαρακτηριστικά, η Νέα Δημοκρατία «δεν πιστεύει ούτε στην περιφερειακή ανάπτυξη ούτε στις δυνατότητες της περιφέρειας» και μ’ αυτή τη νομοθέτηση «ανατρέπει τη μόνη βασική πολιτική ανάπτυξης που έφερε απτά και θετικά αποτελέσματα από τη Μεταπολίτευση και μετά».
Κλείνοντας, ο κ. Μωραΐτης δήλωσε πως «στο παρόν πολυνομοσχέδιο αποκαλύπτεται η πραγματική σας αντίληψη για την ανάπτυξη», η οποία είναι «μία ανάπτυξη πλασματική και παλαιάς κοπής, που εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένα συμφέροντα» και «με την οποία δεν ταυτίζονται ούτε οι υγιείς παραγωγικές δυνάμεις ούτε η πλειοψηφία της αγοράς».
Απευθυνόμενος στη συμπολίτευση, ανέφερε ότι «είναι με τους λίγους, τους κρατικοδίαιτους ψευτοεπενδυτές» κι ότι «υπηρετεί πιστά, όπως και στο παρελθόν, μια οικονομία αεριτζήδων και μεταπρατών».
Τέλος, τόνισε: «Είμαστε (ως ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) και θ’ αγωνιζόμαστε, με τις υγιείς παραγωγικές δυνάμεις αυτού του τόπου, το μικρομεσαίο και μικρό επιχειρηματία, τον εργαζόμενο, τον αγρότη, σεβόμενοι τις αρχές και τις αξίες μιας δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης», καταδεικνύοντας αυτήν ως τη θεμελιώδη διαφορά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. από τη Νέα Δημοκρατία.