Του ΣΠΥΡΟΥ ΤΑΓΚΑ*
Μπορεί ο Παλαιών Πατρών Γερμανός να μην ανέβηκε καθόλου στη Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου του 1821 για να κηρύξει την έναρξη της Επανάστασης (είχε κηρυχθεί, άλλωστε, κα να δυο τρεις μέρες πριν, από τον ατρόμητο πλην παραδόπιστο Π. Μαυρομιχάλη με την απελευθέρωση της Καλαμάτας)∙ μπορεί οι Έλληνες να πολέμαγαν σαν θηρία …μεταξύ τους (στο πλαίσιο των δύο εμφυλίων πολέμων που διεξήγαγαν), και μέσα – μέσα να τα έβαζαν και με τους Τούρκους που ήταν σε αποσύνθεση∙ μπορεί , τελικά, να μην απελευθερωθήκαμε ποτέ μόνοι μας, αλλά, να «τσόνταραν» κάτι τις οι μεγάλες και εγγυήτριες δυνάμεις (που είδαν και αποείδαν από την αποτυχία της Επανάστασης που, ήδη, είχε χαθεί με την απόβαση του Ιμπραήμ και την απώλεια του Μεσολογγίου), και αποφάσισαν να βάλουν τέλος στο παιχνίδι με τη Ναυμαχία στο Ναυαρίνο το 1827∙ αλλά, δεν μπορεί, -δεν γίνεται με τίποτα δηλαδή, κάτι κάναμε και ’μεις οι Ρωμιοί σε όλη αυτή τη κρίσιμη φάση για τον ελληνισμό : δεν ανοίγαμε μύδια (που έλεγε παλιότερα ο αμίμητος Χάρρυ Κλύνν) ούτε πίναμε καφεδάκια για να περάσει η δύσκολη ώρα…
Πολύ καλά, λοιπόν, έκαμαν οι Έλληνες ιθύνοντες (πρώην και νυν), και αποφάσισαν να εορταστούν το 2021, τα διακοσιάχρονα από την έναρξη της θρυλικής επαναστάσεως και μέσα από αυτό η δημιουργία του ελληνικού κράτους. Καθότι, όσο ερασιτέχνες και κατσαπλιάδες μπορούσε να είμαστε στην οργάνωση, αφενός, ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και, αφετέρου, στην οργάνωση ενός κράτους∙ η ιδέα και η ζύμωση της ιδέας προϋπήρχε με το μόνο να λείπει να είναι η αναγκαία βούληση για απελευθέρωση. Όταν πια οι προϋποθέσεις και οι συνθήκες για κάτι τέτοιο ωρίμασαν μέσα κυρίως από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τις σκοπιμότητες της διεθνούς πολιτικής στην Ανατολή, αλλά, και την ισχυρή απαίτηση του κεφαλαίου της ελληνικής διασποράς να δημιουργηθεί, επιτέλους, ένα εθνικό κέντρο (αυτολεξεί), η βούληση από αναγκαία έγινε απαραίτητη με αποτέλεσμα ότι μέχρι τότε κινούνταν στο επίπεδο της θεωρίας να περάσει ανεπιστρεπτί στο πεδίο της εφαρμογής : τα όπλα πήραν φωτιά με τους ήρωες (καταλάβαιναν δεν καταλάβαιναν τι έκαναν…) να δημιουργούνται ο ένας μετά τον άλλον…
Πρόκειται εδώ για την απαρχή της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας μας. Που, κακά τα ψέματα, δεν έχει καμία σχέση με την αρχαιότερη και πιο κλασσική ιστορία μας, καθότι, είναι αλήθεια από την μια περίοδο στην άλλη μεσολαβεί ένα κενό τεραστίων διαστάσεων : από τον 3ο περίπου π. Χ αιώνα οπότε και οι Ρωμαίοι (εξ ου και Ρωμιοί) άρχισαν να πατούν και να κατακτούν (στο τέλος) την ελληνική χερσόνησο μέχρι το 1800 τόσο μεσολαβούν 2000 (και) χρόνια που είναι αρκετά για να καταλάβουμε την ολίσθηση και το εκφυλισμό ενός αρχαίου λαού. Ελλάδα δεν υπήρχε πουθενά. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι μια συζήτηση που είχαν παραμονές της Επανάστασης η συζήτηση που είχαν δυο μείζονες πολιτικοί παράγοντες της τότε διεθνούς σκηνής : ο Τζώρτζ Κάνιγκ (υπ. Εξωτερικών και Πρωθυπουργός της Αγγλίας) που θεωρείται ο θεμελιωτής του ελληνικού κράτους και ο Κλέμενς φον Μέττερνιχ (υπ. Εξωτερικών, καγκελάριος της Αυστρίας και ρυθμιστής της διπλωματίας στην Ευρώπη), που θεωρείται ο σκληρός εκφραστής του μέχρι τότε διεθνούς στάτους κβο :…
Λέει λοιπόν κάποια στιγμή ο Κάνιγκ (που τον ενδιέφερε εξαιρετικά η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η αναδιανομή της), στον Μεττέρνιχ (που πιστός στην συνθήκη της Βιέννης του 1815 υποστήριζε το δόγμα : «ισορροπία δυνάμεων – όχι πόλεμος», για την δημιουργία νέων εθνών και μεταξύ αυτών στο κάτω μέρος της Οθωμανικής Ρούμελης μιας νέας Ελλάδας που θα αναζωπυρώσει σε πανευρωπαικό επίπεδο τα μεγάλα ιδανικά της αρχαιότητας, ο πολύς Μέττερχιχ που δεν ήταν κανένας τυχαίος κακός, αλλά, μαζί με τα άλλα λόγιος και φιλόσοφος της εποχής του αντίταξε το εξής : «Η Ελλάδα είναι κάτι που δεν υπάρχει : όπως και άλλοι λαοί εξαφανίσθηκαν από την ιστορία έτσι και η Ελλάδα είναι έκπτωτη της ιστορίας. Και ότι εκπίπτει της ιστορίας, συνέχισε, γνωρίζεται πολύ καλά δεν είναι δυνατό να ξαναυπάρξει»…
Πλην, όμως, η Ελλάδα αν και μια έκπτωτη περίπτωση της ιστορίας, επανήλθε στο ρου της ιστορίας. Και γι’ αυτό δεν φτάνει μόνο να συμφωνούν οι μεγάλοι του κόσμου, αλλά, και αυτοί που αισθάνονται έτσι. Γι’ αυτό και μόνο το ανεπανάληπτο γεγονός, οι Έλληνες ή τέλος πάντων αυτοί – τούτοι που ζουν εδώ και αιώνες στα γεωγραφικά όρια της σημερινής Ελλάδας θα πρέπει να είναι περήφανοι. Και να γιορτάσουν πρέπει τα διακόσια χρόνια από το σωτήριο 1821, κάνοντας, όμως, καλή διαχείριση των ιδεών, της ιστορίας και των χρημάτων. Οικονομία, επίσης, χρειάζεται και στα… βόλια γιατί καλά φτάσαμε τα διακόσια χρόνια –τα τετρακόσια (που ήταν και τα χρόνια της Τουρκοκρατίας), θα τα φτάσουμε;…
*Πηγή: Μatrix 24