γράφει ο Κώστας Βενιζέλος
Ακόμη και να ξεθωριάσουν, οι μνήμες θα παραμένουν πάντα ζωντανές. Αυτές οι σειρήνες που ήχησαν ξημερώματα σήμερα είναι για να ξυπνούν όλους μας από τον λήθαργο. Σαράντα πέντε χρόνια μετά, είναι μια ολόκληρη ζωή.
Πρώτα το πραξικόπημα της χούντας και της ΕΟΚΑ Β, που έκανε- ως είχαν συνεννοηθεί- το σινιάλο στην Τουρκία για να εισβάλει. Δεν ήταν μια μεγάλη συνωμοσία, αλλά ένα σχέδιο έτοιμο από καιρό, με πολλές υπόγειες συνεννοήσεις, το οποίο ήταν ενταγμένο σε στρατηγικές επιδιώξεις, που δεν λάμβαναν υπόψη μια μικρή χώρα, έναν μικρό λαό. Σε αυτό συμμετείχαν και ελληνόφωνοι «καλοθελητές», οι οποίοι παραμένουν ατιμώρητοι. Αντίθετα επιβραβεύθηκαν.
Έκτοτε, πολλά έχουν γίνει και πολύ περισσότερα αφέθηκαν στην… τύχη. Το «έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας» δεν υποστηρίχθηκε πολιτικά, δεν διαμορφώθηκε ένα αφήγημα. Κι αυτό είχε επιπτώσεις. Έγινε η εισβολή, η Τουρκία άρπαξε διά της ισχύος των όπλων ένα μεγάλο κομμάτι του εδάφους και άρχισαν συνομιλίες στη βάση και τον χαρακτήρα εκείνων που διεξάγονταν πριν το 1974!
Η κατοχική δύναμη απαλλάχθηκε, οι συζητήσεις αφορούσαν το… συνταγματικό. Μετά τη στρατιωτική ήττα και η πολιτική. Χάθηκε το ηθικό πλεονέκτημα, δόθηκε κάλυψη στην κατοχική δύναμη, που άρπαξε το προσφερόμενο άλλοθι. Η ήττα μετατράπηκε σε ιδεολογία και καθόρισε ως σύνδρομο χειρισμούς.
Η συνέχεια προδιαγράφηκε. Η λογική ότι προσφέροντας πλεονεκτήματα, δώρα στην Τουρκία θα συνεργαζόταν για λύση αποδείχθηκε καταστροφική. Και το πρόβλημα είναι πως αυτό δεν έγινε αντιληπτό ακόμη. Φορτώθηκε το Κυπριακό με υποχωρήσεις της ελληνικής κυπριακής πλευράς και λύση δεν επιτεύχθηκε.
Από το 1974 και εντεύθεν στη βάση των δικών μας υποχωρήσεων στις συνομιλίες συζητούνται ρυθμίσεις και πρόνοιες διαχωριστικές, που αναπαράγουν τον εθνικισμό, με αντιδημοκρατικές στρεβλώσεις. Ρυθμίσεις που θα διαιωνίζουν τις αντιπαραθέσεις και θα οδηγούν κατά καιρούς τη χώρα σε περιπέτειες. Η τακτική που ακολουθήθηκε, στηριγμένη σε μια πεπατημένη της ηττοπάθειας και της αδυναμίας διαχείρισης, έχει εξουδετερώσει και τα αυτονόητα, όλα εκείνα που ισχύουν σε κανονικά, δημοκρατικά κράτη.
Σε αυτή την πορεία σημειώθηκαν και θετικές εξελίξεις:
Πρώτον, η διατήρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας παρά τον πόλεμο και την υπονόμευση που δέχεται από την Τουρκία κι άλλες χώρες.
Δεύτερον, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς προηγουμένως να λυθεί το Κυπριακό. Σε αυτό συνέβαλε αποφασιστικά η Ελλάδα, γεγονός που θα πρέπει να αναγνωριστεί.
Τρίτον, ο καθορισμός ΑΟΖ με χώρες της περιοχής και η έναρξη ενεργειακού προγράμματος.
Σε ό,τι αφορά τα ενεργειακά, η αδυναμία στρατηγικής στήριξης του μεγάλου αυτού εγχειρήματος έχει επιπτώσεις. Βιώνουμε την εισβολή της κατοχικής Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ, που από τη μια επιχειρεί την επιβολή τετελεσμένων και από την άλλη ασκείται πίεση για την έναρξη συζητήσεων για «δίκαιο διαμοιρασμό του αερίου».
Αυτή η αξίωση της Άγκυρας θα γίνει πραγματικότητα με τις άτυπες αρχικά και τις κανονικές στη συνέχεια Πενταμερείς Διασκέψεις. Μπορεί σε επίπεδο τακτικής, θεωρητικά πάντα, μια διαδικασία να προσφέρει ανάσες, υποτίθεται ότι «καλμάρει» την Τουρκία, ωστόσο ενδέχεται -πολύ πιθανόν- να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας με τις τουρκικές διεκδικήσεις και να συρθούμε σε άλλες ιδέες, όπως εκείνες που συζητήθηκαν παρασκηνιακά… Εκτός κι εάν αυτός είναι ο τελικός στόχος.
Η Κυπριακή Δημοκρατία, περνώντας μέσα από φουρτούνες και μεγάλες πιέσεις, έχει αποκτήσει πλεονεκτήματα, τα οποία εάν τα αξιοποιήσει, μπορεί να εξισορροπήσει τη στρατιωτική ήττα του 1974: Την ιδιότητα του κράτους-μέλους της Ε.Ε. και το φυσικό αέριο.
Σε αυτή την εξίσωση θα είναι οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι θα πρέπει, ωστόσο, να εγκαταλείψουν το διπλοπόρτι και να επιλέξουν μεταξύ της κατοχικής Τουρκίας, της απομόνωσης και της Κυπριακής Δημοκρατίας, που είναι και δικό τους κράτος.