Ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης και θέσεων, ο Κώστας Σημίτης συνέδεσε το όνομά του με την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας και την ευρωπαϊκή της πορεία. Με πολιτική επιμονή και συνέπεια, με ξεκάθαρο προσανατολισμό και στόχευση, έδρασε αποτελεσματικά και υλοποίησε έργο που τον κατατάσσει στους μεγάλους πολιτικούς της νεοελληνικής ιστορίας.
Εμβληματικά έργα υποδομής, γνωστά σε όλους, παραδόθηκαν σε χρήση της ελληνικής κοινωνίας που μέχρι τότε αποτελούσαν αφηγήματα ή καλύτερα, μύθοι για ανεκπλήρωτες προσδοκίες.
Με βαθύτατη γνώση των ευρωπαϊκών λειτουργιών, με επιστημονική και τεχνοκρατική γνώση αλλά και πολιτική οξυδέρκεια, πέτυχε να διατρέξει πολύ γρήγορα την απόσταση, από τη θεωρία στην πράξη, υπηρετώντας την εθνική επιλογή της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, πάντα με συγκεκριμένους στόχους και επιτεύγματα. Κι αυτά είναι γνωστά σε όλους μας.
Αναντίρρητα, η ιστορία είναι αυτή που αναγνωρίσει τον ουσιαστικό ρόλο του στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους εντός της ευρωπαϊκής ένωσης.
Το όραμά του για την Ελλάδα, ήταν βαθιά συνδεδεμένο με την ιδέα μιας χώρας που ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της διεθνούς σκηνής, με ισχυρούς θεσμούς και σύγχρονες υποδομές.
Υπήρξε υπέρμαχος της ανάγκης για ριζικές αλλαγές που θα ενίσχυαν τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια από τις κορυφαίες στιγμές της πολιτικής του καριέρας ήταν η ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ το 2001. Εργάστηκε μεθοδικά για την εκπλήρωση των κριτηρίων των ευρωπαϊκών συνθηκών, προωθώντας δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις και ενισχύοντας τη φερεγγυότητα της χώρας.
Παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε, η επιτυχία αυτή αποτέλεσε ορόσημο για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, τοποθετώντας την Ελλάδα στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Έλεγε το 2002: «Το ευρώ είναι η σταθερή αφετηρία για την εδραίωση της ισχυρής και υπερήφανης Ελλάδας, μιας Ελλάδας που δεν μελαγχολεί, δεν παραιτείται, δεν μεμψιμοιρεί, αλλά επιμένει, προσπαθεί, πετυχαίνει και η εικόνα του φτωχού συγγενή δίνει πλέον τη θέση της στην εικόνα μιας χώρας που πιστεύει στον εαυτό της». Κατά την ταπεινή μου άποψη, είχε δίκιο. Βέβαια παραλείψεις και λάθη υπήρξαν που ίσως δικαιολογημένα προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις.
Η περίοδος, 1996-2004, που ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδας, δεν ήταν ανέφελη. Ο Κώστας Σημίτης δέχθηκε κριτική για υποθέσεις που αναδείχθηκαν κατά τη διακυβέρνησή του.
Παρόλο που ο ίδιος δεν συνδέθηκε άμεσα με αυτές τις υποθέσεις, η διαχείρισή τους επισκίασε εν μέρει την πολιτική του παρακαταθήκη και οι εξελίξεις αυτές άφησαν ανοιχτό το ερώτημα για τις αδυναμίες των θεσμών και των μηχανισμών ελέγχου αυτής της περιόδου.
Ας αναρωτηθούμε όμως,
Ποια περίοδος του σύγχρονου ελληνικού κράτους ήταν ανέφελη;
Πότε εξέλειπαν οι παθογένειες;
Πότε αντιμετωπίστηκαν δραστικά τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και της λειτουργίας του κράτους;
Πότε έγινε κριτική ανάλυση των, κάθε είδους, λαθών έτσι ώστε να μην επαναληφθούν; Και πολλά άλλα ερωτήματα.
Παρ' όλα αυτά όμως, η πολιτική αξία του Κώστα Σημίτη έγκειται στην ικανότητά του να συνδυάζει το όραμα με τη μεθοδικότητα και τη διαρκή επιδίωξη της προόδου.
Υπήρξε ένας πολιτικός που πίστευε στη δύναμη των θεσμών, στην ανάγκη της συνέπειας και στη σημασία της ένταξης της Ελλάδας σε ένα διεθνές πλαίσιο συνεργασίας. Παρά τις αντιπαραθέσεις, ο Σημίτης παραμένει μια από τις σημαντικότερες πολιτικές φυσιογνωμίες, όχι μόνο της Μεταπολίτευσης αλλά και της νεοελληνικής ιστορίας, όπως ανέφερα παραπάνω.
Ο θάνατός του αποτελεί μια ευκαιρία για να τιμήσουμε την προσφορά του στη χώρα, να αναλογιστούμε τις προκλήσεις που αντιμετώπισε και να αντλήσουμε διδάγματα από την πορεία του.
Να επανεκτιμήσουμε το πολιτικό του αποτύπωμα και να τιμήσουμε έναν ηγέτη που υπηρέτησε τη χώρα με αφοσίωση, στρατηγική σκέψη και ευθύνη.
Η πολιτική του κληρονομιά είναι ένας καθρέφτης του δύσκολου αλλά απαραίτητου δρόμου της μεταρρύθμισης, του εκσυγχρονισμού και της ζητούμενης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ενός δρόμου που όσο και εάν τον βαδίσεις, η ολοκλήρωσή του αποτελεί διαρκές ζητούμενο. Αυτό βέβαια είναι η πρόοδος.
Τέλος,
Τηρουμένων των αναλογιών, ο Κώστας Σημίτης θα μπορούσε να συγκριθεί με τον Μεσολογγίτη εκσυγχρονιστή πολιτικό, Χαρίλαο Τρικούπη, που αποτόλμησε και δρομολόγησε την κατασκευή δημόσιων έργων, για τα οποία οι προκάτοχοί του απλά αναφέρονταν.