Ενημέρωση με ειδήσεις απο την τοπική και εθνική πολιτική σκηνή για την καλύτερη ενημέρωση και τις καλύτερες επιλογές!!!
Οι εορταστικές εκδηλώσεις για την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 ολοκληρώθηκαν και η συγκίνηση όλων είναι μεγάλη
Oι εορταστικές εκδηλώσεις για την 25η Μαρτίου και την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 πραγματοποιήθηκαν με λιτότητα και σεβασμό στην παράδοση, προκαλώντας δέος και συγκίνηση στους Ελληνες ολόκληρου του κόσμου. Το «παρών» στις εκδηλώσεις έδωσαν υψηλοί προσκεκλημένοι, οι οποίοι απέτισαν φόρο τιμής στα θύματα της επανάστασης και ύμνησαν την Ελλάδα.
Από το μήνυμα του Ελληνα πιλότου, Δημήτρη Βολακάκη για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης μέχρι και τα δάκρυα της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου και τους κανονιοβολισμούς στον Λυκαβηττό, τα στιγμιότυπα που καταγράφηκαν θα μείνουν στην ιστορία. Το ethnos.gr συγκέντρωσε τις 10 χαρακτηριστικές στιγμές που δεν θα ξεχαστούν σίγουρα από το διήμερο της 24ης και 25ης Μαρτίου.
1. Ο Πρίγκιπας Κάρολος δεν περιορίστηκε σε μια ένθερμη ομιλία για την Ελλάδα, αλλά στο δείπνο στο Προεδρικό Μέγαρο για την επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821 κατά το διήμερο εορτασμό για την 25η Μαρτίου, αναφώνησε: «Χαίρε, ω χαίρε, ελευθεριά! Ζήτω η Ελλάς!»
2. Ο κόσμος λόγω της πανδημίας δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει από κοντά την παρέλαση, η συγκίνηση όμως ήταν πολύ μεγάλη και ήταν εμφανής και στα πρόσωπα όλων όσων παρέλασαν.
3. Στις 6:21 π.μ. έπεσαν 21 βολές από το πυροβολείο του Λυκαβηττού ανήμερα της 25ης Μαρτίου. Το ίδιο έγινε και στις 8:21, ενώ άλλοι 21 κανονιοβολισμοί θα πέσουν στις 6:21 μ.μ. με τη δύση του ηλίου.
4. Στα γαλανόλευκα ντύθηκε ο πλανήτης, ενώ παράλληλα έγιναν εκδηλώσεις σε όλο τον κόσμο για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 με την ομογένεια να γιορτάζει με μεγάλη λαμπρότητα και χαρά την παλιγγενεσία.
5. Η Χορωδία του Κόκκινου Στρατού ερμηνεύει αυτό το συγκλονιστικό ποιητικό άσμα, απόσπασμα του «Τρίτου Αναγνώσματος» της ποιητικής σύνθεσης του Οδυσσέα Ελύτη, «Άξιον Εστί».
6. Η έπαρση της σημαίας στην Ακρόπολη έγινε με παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας και του Πρωθυπουργού, ενώ τον Εθνικό Ύμνο ερμήνευσε η διεθνής σοπράνο Αναστασία Ζαννή.
7. Κατέθεσαν στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης και ο Πρωθυπουργός της Ρωσίας Μιχαήλ Μισούστιν.
8. Το μήνυμα του Έλληνα πιλότου Δημήτρη Βολακάκη της Ομάδας Ζευς για τα 200 χρόνια της ελληνικής επανάστασης προκάλεσε ρίγη συγκίνησης στον απανταχού ελληνισμό.
9. Ο σημαιοστολισμός των τεσσάρων πυλώνων της γέφυρας «Χαρίλαου Τρικούπη» από τέσσερις γυναίκες.
10. Ο μοναδικός μαθητής στου Αρκιούς μαζί με τη δασκάλα του εύχεται «Χρόνια πολλά» για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση και συγκινεί το πανελλήνιο.
Πηγή: ethnos.gr
Οι σύγχρονοι κοτζαμπάσηδες, αφού φρόντισαν να αποκλείσουν τον λαό από την δυνατότητα να γιορτάσει την επανάσταση του 1821 που συμβολίζει τον αγώνα για ανεξαρτησία και ελευθερία ενάντια στο ξένο κατακτητή, επιφύλαξαν μια ακόμα χειρότερη έκπληξη για αυτόν.
Έβαλαν τον στρατό και τα σώματα ασφαλείας να παρελάσουν με φίμωτρα. Αυτούς που είναι επιφορτισμένοι με το καθήκον να προασπίσουν τα σύνορα της Ελλάδας, τους ξεφτίλισαν αφαιρώντας τους το αγέρωχο ύφος που εμπνέει το εθνικό αίσθημα στο λαό και προκαλεί φόβο στον αντίπαλο.
Τους παρουσίασαν ότι φοβούνται ακόμα και ένα ιό και σαν αδύναμα ανθρωπάκια παρελαύνουν στον ανοιχτό χώρο φορώντας τα φίμωτρα.
Η εικόνα αυτής της σημερινής παρέλασης προκάλεσε οργή σε όσους την είδαν.
Είναι πλέον φανερό και στον πιο δύσπιστο ότι αυτοί που διοικούν σήμερα την πατρίδα μας, μόνο ντροπή και ήττες μπορούν να προσφέρουν στον λαό μας, φροντίζοντας να ρίχνουν συνεχώς το εθνικό φρόνημα, εξυπηρετώντας έτσι τα σχέδια των ξένων αφεντικών τους για χωρίς αντίσταση σμίκρυνση του ελλαδικού χώρου.
Το ΕΠΑΜ καλεί σε δημοκρατική πατριωτική συμμαχία όλο τον λαό, ώστε να μπορέσουμε επιτέλους να απαλλαγούμε από τους κοτζαμπάσηδες και τα αφεντικά τους, να υπερασπιστούμε την εδαφική μας ακεραιότητα και να γιορτάσουμε πραγματικά ελεύθεροι την επέτειο της επανάστασης του ’21.
Αθήνα, 25η Μαρτίου 2021
Η Πολιτική Γραμματεία του ΕΠΑΜ
Την αλληλεγγύη και την στήριξή του σε όλους του υγειονομικούς που δίνουν την μάχη στα νοσοκομεία και κρατούν την χώρα όρθια απέναντι στον φονικό ιό, εξέφρασε στο μήνυμά του για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας και κάλεσε κάθε πολίτη της χώρας να βρει την δύναμη και το κουράγιο να ξεπεράσουμε τα δύσκολα.
Στο μήνυμά του ανάρτησε στην προσωπική του σελίδα στο Facebook, ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρει:
«Σήμερα είναι μια μέρα μνήμης και υπερηφάνειας για κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα όπου γης. Η επαναστατική και δημοκρατική παρακαταθήκη του Εικοσιένα είναι αυτή που πότισε τους πολιτικούς μας θεσμούς, την ιστορική μας συνείδηση και τη συλλογική μας μνήμη. Είναι κομμάτι της συλλογικής μας ταυτότητας και όχημά μας για τις μάχες του μέλλοντος.
Στα 200 χρόνια από την Επανάσταση, η πατρίδα μας δίνει μια ακόμα μεγάλη μάχη. Μια μάχη ζωής, για να κερδίσει ξανά την ελπίδα και την προοπτική. Η ιστορία μας έχει διδάξει ότι οι μεγάλες νίκες είναι υπόθεση των απλών ανθρώπων, αυτών που με αυτοθυσία και αυταπάρνηση υπηρετούν έναν σκοπό ανώτερο και από την ίδια τους τη ζωή. Αυτοί οι άνθρωποι, οι ήρωες της εποχής μας, είναι όσοι και όσες σήμερα δίνουν τη μάχη στα νοσοκομεία. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές που σώζουν ζωές. Αυτοί που κρατούν μια χώρα όρθια απέναντι στον φονικό ιό, αυτοί που τιμούν τον όρκο τους απέναντι στην επιστήμη και την ίδια τους την πατρίδα. Στέλνω την αλληλεγγύη και τη στήριξή μου σε όλους τους υγειονομικούς και καλώ κάθε πολίτη αυτής της χώρας, να βρει δύναμη και κουράγιο για να ξεπεράσουμε τα δύσκολα. Έχουμε μπροστά μας μια μάχη που πρέπει να κερδηθεί. Ώστε η επόμενη μέρα, να μας βρει όλους ενωμένους και αποφασισμένους για να χτίσουμε την Ελλάδα που αξίζει στις επόμενες γενιές».
newsit.gr
πηγή φωτο: cyprusbutterfly.com.cy (Греческая революция, источник taxidromos24.com)
Μοναδικά έργα από την περιοδική έκθεση «Το 1821 στη ζωγραφική. Η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν Πινακοθήκην της» και από τη μόνιμη Συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης είχαν την ευκαιρία να δουν οι υψηλοί προσκεκλημένοι για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση.
Οι ξένοι επίσημοι ξεναγήθηκαν στην ολοκαίνουργια Εθνική Πινακοθήκη και θάυμασαν μοναδικά έργα. Από τον Ευγένιο Ντελακρουά μέχρι τον Νικόλαο Γύζη, με θέμα την Ελληνική Επανάσταση.
Δείτε τα έργα
ΘΕOΔΩΡΟΣ ΒΡΥΖΑΚΗΣ (1814-1878) Η Ελλάς ευγνωμονούσα, 1858. Λάδι σε μουσαμά, 215×157 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Η Ελλάς ευγνωμονούσα (1858), αλληγορία στην οποία η ελευθερωμένη πλέον Ελλάδα, λυσίκομη, δαφνοστεφής, με μακρύ λευκό αρχαιοπρεπές ένδυμα, ανυπόδητη, συνάγει υπό τη σκέπη της ανεξαιρέτως τα φυσικά και πνευματικά τέκνα της που προετοίμασαν και υπηρέτησαν την Επανάσταση -από τον Κοραή, τον Ρήγα, τον Μιχαήλ Βόδα Σούτζο και τους Υψηλάντηδες έως την Μπουμπουλίνα, τον Μιαούλη, τον Παπαφλέσσα, τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη, τον Μαυροκορδάτο, τον Καποδίστρια και τον Λόρδο Byron. Γαλήνια και σοβαρή, η Ελλάδα κλίνει την κεφαλή, τανύζει τα χέρια και τους αποτίει την οφειλόμενη ευγνώμονα τιμή. Είναι αληθινό μνημείο εθνικής ομόνοιας. Συμπυκνώνει, ασφαλώς, την έννοια της Παλιγγενεσίας, μία έννοια καθοριστική, με την πατρίδα να παριστάνεται ως την αρχαία Ελλάδα που αναγεννάται ως νέα χάρη στην Επανάσταση του 1821, που τη λύτρωσε από τα μακραίωνα δεσμά.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ, 1798-1863 – Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα, 1856. Λάδι σε μουσαμά, 66,7×81,6 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Αν και μεταγενέστερο κατά πολύ, το εξαιρετικά ζωγραφικό Επεισόδιο του Ελληνικού Αγώνα (1856), το έργο που μας εισάγει στην αίθουσα της έκθεσης, διατηρεί στο ακέραιο την ικμάδα της εικαστικής γραφής και το ανανεωτικό πνεύμα του Delacroix. Μαρτυρά ότι, ακόμη και πολλά χρόνια μετά από την Επανάσταση, το ενδιαφέρον τόσο του ίδιου όσο και του κοινού για τη σχετική εικονογραφία παρέμενε αμείωτο.
Στην τόσο επιτυχή αυτή απόδοση του μοτίβου του έφιππου πολεμιστή, στο οποίο επανέρχεται ο ζωγράφος στην ωριμότητά του, νιώθει κανείς την ορμή της κίνησης, τον ίδιο τον καλπασμό, καθώς ο Έλληνας ιππέας με τη ζωηρή φορεσιά κινείται υπερήφανα επιθετικά, ενώ ο Τούρκος και, λίγο πιο μακριά, το μαύρο άλογό του κείνται στο χώμα· ο Έλληνας και το δυνατό άτι του κοιτούν αφ’ υψηλού τον εξουδετερωμένο Οθωμανό, προσπερνούν και προελαύνουν.
Το έργο μεταδίδει την αίσθηση του ανέμου, του μπαρουτιού, της μάχης σώμα με σώμα, ενώ μοιάζει να προοικονομεί τη νίκη.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΡΥΖΑΚΗΣ (1814-1878): Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, 1861. Λάδι σε μουσαμά, 155×213 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου / THEODOROS VRYZAKIS (1814-1878)
Η Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι (1861) απεικονίζει την άφιξη του Άγγλου ρομαντικού ποιητή στη μετέπειτα ιερή πόλη τον Ιανουάριο του 1824. Η σκηνή αποτυπώνει τη δημοφιλία του φιλέλληνα ευγενούς, ο οποίος φθάνει ευτυχής στον τόπο όπου έμελλε να χάσει τη ζωή του τρεις μήνες αργότερα, και την πάνδημη υποδοχή που είχε οργανώσει για εκείνον ο παριστάμενος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος· όπως έγραφε ο Τύπος στο Μεσολόγγι: «όλαι αι τάξεις των εγκατοίκων τον υπεδέχθησαν με προπομπήν μεγίστην, εις επίδειξιν της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης προς άνδρα συντελεστικώτατον εις του Ελληνικού έθνους την αναγέννησιν».
Εμφατικό στοιχείο των προσδοκιών και των συμπαραδηλώσεων είναι το ότι ο ιερωμένος, δίπλα στον δεσπότη που ευλογεί, παριστάνεται να κρατά φορητό εικόνισμα της Ανάστασης του Ιησού, ενώ και ο ίδιος ο Byron κάνει μία «μεσσιανική» εμφάνιση εν μέσω του πλήθους που τον επευφημεί.
ΘΕOΔΩΡΟΣ ΒΡΥΖΑΚΗΣ (1814-1878): Η Έξοδος του Μεσολογγίου, 1853. Λάδι σε μουσαμά, 169×127 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Ο Θεόδωρος Βρυζάκης, ο καλλιτέχνης που ζωγράφισε αυτό το έργο, υπήρξε ορφανό του πολέμου της Ανεξαρτησίας (τον πατέρα του τον είχαν κρεμάσει οι Τούρκοι). Σπούδασε στο Μόναχο και έγινε ο κυριότερος ζωγράφος ιστορικών σκηνών. Ο σημαντικός αυτός πίνακας απομνημονεύει ένα από τα πιο τραγικά και τα πιο ξακουστά επεισόδια του Αγώνα, την ηρωική έξοδο των κατοίκων της πόλης του Μεσολογγίου τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826.
Η σύνθεση αναπτύσσεται κατακόρυφα, χωρίς βάθος, και χωρίζεται σε δύο επίπεδα: στην ουράνια και την επίγεια ζώνη.
Στο ουράνιο τμήμα, στον άξονα, δηλαδή στο κέντρο της σύνθεσης, βλέπουμε ένθρονο τον Παντοκράτορα, μέσα σε μια χρυσή νεφέλη, να ευλογεί τους αγωνιστές, ενώ άγγελοι με κλάδους βαΐων και στέφανα δάφνης ετοιμάζονται να στέψουν τους ήρωες. Οι Έλληνες πίστευαν ότι στον δίκαιο αγώνα τους είχαν την ευλογία του Χριστού. Στο επίγειο τμήμα της σύνθεσης, πάνω σε μια ξύλινη γέφυρα, οι αγωνιστές ορμούν έξω από την πύλη του τείχους, κραδαίνοντας τα σπαθιά τους. Ένας από αυτούς υψώνει με το αριστερό του χέρι την ελληνική σημαία με το σταυρό στο κοντάρι. Μερικοί έχουν κιόλας πληγωθεί. Ακολουθούν τα γυναικόπαιδα. Μητέρες με παιδιά έχουν πέσει κάτω από τη γέφυρα, στο χαντάκι. Κάποιοι είναι ήδη νεκροί, άλλοι χαροπαλεύουν. Οι Τούρκοι πάνοπλοι περιμένουν τους ηρωικούς αγωνιστές. Μερικοί ανεβαίνουν στα τείχη, σκαρφαλώνοντας πάνω σε μια σκάλα. Επικρατούν ταραχή, ένταση και μεγάλη δραματικότητα. Είναι σαν να ακούμε την κλαγγή των όπλων και τις κραυγές των πληγωμένων.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΒΡΥΖΑΚΗΣ (1814-1878) Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη, 1855 – Λάδι σε μουσαμά, 145×178 εκ.
Μία σκηνή που χρονικά έπεται της πτώσης του Μεσολογγίου αποδίδεται σε έναν ακόμη επιβλητικό πίνακα του Βρυζάκη, ο οποίος παριστάνει το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη (1855) στο Φάληρο πριν από τη μάχη στον Ανάλατο (1827), όταν οι Έλληνες ετοιμάζονταν τον Απρίλιο του 1827 να καταλάβουν την πολιορκημένη από τους Τούρκους Ακρόπολη.
Έλληνες πολεμιστές και φιλέλληνες αξιωματικοί διατάσσονται σε αυτή την πολυπρόσωπη σκηνή, που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς σύνθεσης, ποικιλίας και επεξεργασίας. Στο ύψωμα δεξιά, όπου κυματίζει η λευκή σημαία με τον γαλάζιο σταυρό, σε ευθεία παράταξη, παράλληλα προς τον θεατή, απεικονίζονται περί τους δεκαπέντε άνδρες.
Επικεφαλής, ο Καραϊσκάκης, ο οποίος δείχνει προς την Ακρόπολη, καθώς στόχος της επιχείρησης είναι η λύση της τουρκικής πολιορκίας στο μεγαλύτερο μέτωπο της Επανάστασης μετά από την άλωση του Μεσολογγίου. Παραπλεύρως, στέκονται ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο Σκωτσέζος συνταγματάρχης Thomas Gordon, ο Άγγλος ναύαρχος Frank Abney Hastings, ο Βαυαρός Karl Wilhelm von Heideck, αξιωματικός του πυροβολικού και ερασιτέχνης ζωγράφος, ο οποίος θα γινόταν μέλος της επιτροπής αντιβασιλείας, και άλλοι ακόμη Βαυαροί στρατιωτικοί και Έλληνες αγωνιστές. Στην κάτω αριστερή γωνία, στο πρώτο πλάνο, απεικονίζεται με στρατιωτική στολή ο Βαυαρός υπαξιωματικός Karl Krazeisen.
Καρλ Κρατσάιζεν, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, 1828. Λιθογραφία, 29×23 εκ.
Στον Βαυαρό ανθυπολοχαγό Καρλ Κρατσάιζεν (Karl Krazeisen, 1794-1878), που έφτασε στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1826, οφείλουμε τις προσωπογραφίες των αγωνιστών, όσων ήταν ακόμη ζωντανοί, αποτυπωμένες σε μια σειρά από ευαίσθητα σχέδια γεμάτα φιλαλήθεια, τα οποία στη συνέχεια λιθογραφήθηκαν στο Μόναχο για να γίνουν ευρύτερα γνωστά (1828-1831). Τα πολύτιμα αυτά τεκμήρια φυλάσσονται ευλαβικά στην Εθνική Πινακοθήκη. Οι ήρωες του ’21, όπως τους διαιώνισε ο Κρατσάιζεν, έμελλε να γίνουν η κύρια εικονογραφική πηγή της ελληνικής ιστορικής ζωγραφικής, μολονότι δεν ήταν τα μόνα σχέδια που διέσωζαν τις μορφές των πρωταγωνιστών του Αγώνα.
ΙΒΑΝ ΑΪΒΑΖΟΦΣΚΥ, 1817-1900: Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη, 1881. Λάδι σε μουσαμά, 162×223 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Στον επιφανή Ρωσοαρμένιο ζωγράφο Ιβάν Αϊβαζόφσκυ (Ivan Aivasowsky, 1817-1900) οφείλουμε τη ρομαντική επική σύνθεση, που αναφέρεται σε ένα από τα πιο διάσημα κατορθώματα του ναυτικού αγώνα των Ελλήνων: την Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη (1881) τη νύχτα της 6/7 Ιουνίου του 1822 στο λιμάνι της Χίου, ένα γεγονός τόσο απερινόητο που κατέπληξε την οικουμένη και ανέδειξε τον Ψαριανό ήρωα σε λατρευτικό είδωλο του φιλελληνισμού.
Ο Aivasowski επισκέφθηκε την Ελλάδα τρεις φορές· κατά το τρίτο ταξίδι του το 1881, μετέβη στη Χίο και, την ίδια χρονιά, ζωγράφισε την εντυπωσιακή Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη. Ένα αριστούργημα στο είδος του: η τουρκική ναυαρχίδα φλέγεται στο βάθος μέσα σε ένα κίτρινο νέφος, που σκορπίζει χρυσές ανταύγειες στα συμπληρωματικά ιώδη της θάλασσας και του ουρανού. Την ίδια ώρα, η βάρκα του πυρπολητή απομακρύνεται προς τη δεξιά πλευρά του πίνακα και, καθώς τέμνεται από το πλαίσιο, δημιουργεί την εντύπωση στον θεατή ότι συμμετέχει στα δρώμενα.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΥΖΗΣ (1842-1901) Μετά την καταστροφή των Ψαρών, π. 1896-1898. Λάδι σε μουσαμά, 133×188 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Η συγκλονιστική ζωγραφική παράσταση Μετά την καταστροφή των Ψαρών που ζωγραφίζει ο Γύζης στο Μόναχο, μετά το τρίτο και τελευταίο ταξίδι του στην Ελλάδα το 1895. Πρόκειται για ένα έργο εμπνευσμένο από τα τραγικά γεγονότα του 1824, τον αφανισμό δηλαδή του ηρωικού νησιού των Ψαρών από τους Τούρκους, δύο χρόνια μετά από τις σφαγές της Χίου.
Μέσα στην αντάρα της νύχτας, στη φουρτουνιασμένη θάλασσα του Αιγαίου, στοιβαγμένοι σε μια βάρκα στην οποία κυματίζει η σημαία, οι εκτοπισμένοι Ψαριανοί, με τα πατρογονικά κειμήλια στα χέρια, παλεύουν με όλες τους τις δυνάμεις να διασωθούν και να επιβιώσουν. Οι συνθήκες είναι αντίξοες, τα χτυπήματα της ιστορίας και της μοίρας δεν παύουν. Στο βάθος του ορίζοντα, όμως, ο ουρανός ανοίγει και η ελπίδα χαράζει.
Εξαιρετικά ζωγραφικό και εκφραστικό, το έργο ξεπερνά το επίπεδο της απλής περιγραφής, συλλαμβάνει όλη τη δυναμικότητα και την αποφασιστικότητα των Ψαριανών και ανάγεται σε σύμβολο αγωνιστικότητας, εκείνης της διαρκούς και ακατάπαυστης αγωνιστικότητας που απαιτεί η υπεράσπιση των αξιών και των υψηλών ιδανικών, με ύψιστο την πατρίδα. Συγχρόνως αναδεικνύει την υπερπροσπάθεια κάθε ξεριζωμένου ανθρώπου να αντιπαλέψει και να κρατηθεί στη ζωή.
ΕΡΓΑ ΜΟΝΙΜΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
Το φίλημα, πριν το 1878, Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904). Λάδι σε μουσαμά, 79×69 εκ.
Στο «Φίλημα» η σκηνή ξετυλίγεται σε μια εσωτερική αυλή, όπου βλέπουμε ένα λυγερόκορμο κορίτσι να τεντώνεται για να φτάσει να φιλήσει το αγαπημένο της αγόρι, που προβάλλει το κεφάλι του από το ψηλό παράθυρο. Η γλάστρα με τον κρίνο συμβολίζει την αγνότητα, ενώ ο ψηλόκορμος μίσχος του επαναλαμβάνει την κίνηση του λυγερόκορμου κοριτσιού. Επικρατούν οι ώχρες, τα λευκά και το λίγο κόκκινο στο φέσι του κοριτσιού. Αυτό το λίγο κόκκινο το αγαπούσε πολύ ο Νικηφόρος Λύτρας. Η παρατημένη παντούφλα υποδηλώνει τη βιασύνη της κόρης να συναντήσει τον καλό της, σημαδεύει όμως και τον χώρο, μας κάνει, δηλαδή, να μπαίνουμε μέσα στον χώρο.
Παιδική συναυλία, 1900, Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932). Λάδι σε μουσαμά, 176×250 εκ.
Η «Παιδική συναυλία» είναι ένα από τα πιο τολμηρά έργα του Ιακωβίδη από την άποψη της τεχνικής και του φωτισμού.
Η χαρούμενη σκηνή έχει τοποθετηθεί στο ολοφώτεινο δωμάτιο ενός βαυαρικού χωριάτικου σπιτιού, που φωτίζεται από δύο παράθυρα, ένα αριστερά και ένα στο κέντρο. Τα παράθυρα αυτά φωτίζουν τη σκηνή με διπλό τρόπο και καθώς το φως έρχεται αντίθετα, από το κεντρικό παράθυρο, θέτει στο ζωγράφο ένα πρόβλημα που θα λύσει με αριστοτεχνική μαεστρία, όπως θα διαπιστώσουμε. Το φως έρχεται αντίθετα και κάνει τους όγκους των παιδιών σκοτεινούς και βαρείς, αλλά τα περιγράμματα φωτίζονται έντονα. Έτσι το πουκάμισο του πρώτου αγοριού γίνεται διάφανο. Το πρόσωπο του μεγάλου κοριτσιού έχει «λιώσει» μέσα στο φως.
Εδώ ο Ιακωβίδης οδηγεί την τέχνη του ως τα όριά της, δηλαδή ως τον Ιμπρεσιονισμό. Το έργο ζωγραφίστηκε δύο φορές. Ο πρώτος πίνακας εκτέθηκε το 1896, στη διάρκεια των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Το δεύτερο εκτέθηκε στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού του 1900, όπου και βραβεύτηκε. Αυτό βλέπουμε εδώ.
Λαϊκή αγορά, 1979-1982, Παναγιώτης Τέτσης (1925-2016). Λάδι σε μουσαμά, 249×1.215 εκ.
Η λαϊκή αγορά είναι ένα από τα τελευταία λαϊκά δρώμενα που διατηρούν ακόμη άφθαρτη την αυθεντικότητά τους. Χρώματα και αρώματα από τους πλούσιους καρπούς της γης διεγείρουν και ευφραίνουν όλες τις αισθήσεις. Αυτή η «συγγυμνασία» των αισθήσεων δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο έναν φανατικό οπαδό της ηδονής του χρώματος όπως ήταν ο ζωγράφος Παναγιώτης Τέτσης.
Σε κανένα έργο του Τέτση δεν αναδείχθηκε πιο εύγλωττα η κολοριστική του ικανότητα όσο στην επική σύνθεση που αφιέρωσε στη λαϊκή αγορά.
Τρία χρόνια (1979-1982) χρειάστηκαν στον ζωγράφο για να ολοκληρώσει το μνημειακό αυτό σύνολο, έναν φόρο τιμής στο λαϊκό δρώμενο που ξετυλίγεται κάθε Παρασκευή στην Ξενοκράτους, στο Κολωνάκι, δίπλα στο εργαστήριό του. Είναι να απορείς πώς κατάφερε να ζωγραφίσει αυτό το γιγάντιο έργο, με φιγούρες που ξεπερνούν το φυσικό μέγεθος, στον στενό χώρο του εργαστηρίου του.
Πηγή: iefimerida.gr
Μήνυμα προς τον ελληνικό λαό για την επέτειο της 25ης Μαρτίου απήυθυνε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο πρωθυπουργός για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση κάλεσε τους Έλληνες να εμπνευστούν από τους προγόνους τους και τόνισε αναφερόμενος στην πανδημία ότι «Εφέτος, η 25η Μαρτίου είναι μοναδική. Αλλά και ξεχωριστή, καθώς μας βρίσκει στην τελική μάχη με την πανδημία. Με τις δυσκολίες πολλές, όμως ορατή πλέον τη νίκη. Άλλωστε, και η εθνική εκστρατεία για τον εμβολιασμό Ελευθερία ονομάζεται».
Όλο το μήνυμα του πρωθυπουργού
Ελληνίδες και Έλληνες,
Σήμερα το Έθνος γιορτάζει. Διακόσια χρόνια από την ιστορική Επανάσταση του 1821, αναστοχάζεται και προχωρά. Εμπνέεται από τους προγόνους και κρατά με σιγουριά τη σκυτάλη της προόδου, που περνά από γενιά σε γενιά της πατρίδας μας.
Πριν από δύο αιώνες, μια χούφτα αποφασισμένων αγωνιστών, μέσα και έξω από την Ελλάδα, ύψωσαν το λάβαρο της ανεξαρτησίας. Έθεσαν σε κίνηση μια διαδικασία, το τέλος της οποίας ούτε και οι ίδιοι μπορούσαν να ονειρευτούν. Με τη βοήθεια των συμμάχων τους, πολέμησαν ηρωικά και κέρδισαν την ελευθερία τους.
Ξετυλίγοντας το αρχαίο και το βυζαντινό νήμα, έθεσαν τα θεμέλια για να μετατραπεί μια επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ανεξάρτητο, οργανωμένο κράτος. Ένα κράτος που, στη συνέχεια, μεγάλωσε σε όλα: σε επικράτεια, σε Δημοκρατία, σε διεθνή ακτινοβολία. Διακόσια χρόνια μετά, η Ελλάδα είναι μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Με ισχύ και κύρος σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στη διαδρομή αυτή ζήσαμε στιγμές θριάμβου αλλά και οδύνης. Σοφές αποφάσεις, όπως και μεγάλα λάθη. Όμως, σε όλες τις μεγάλες δοκιμασίες της ανθρωπότητας ο τόπος μας στρατεύτηκε πάντα στη σωστή όχθη της Ιστορίας.
Και αυτό μας δίνει τη δύναμη να κοιτάμε κατάματα το παρελθόν: να νιώθουμε υπερήφανοι για τα μεγάλα άλματα του Έθνους. Αλλά και να διδασκόμαστε από τις ευκαιρίες που χάθηκαν, ώστε να δημιουργούμε καινούργιες για τις ημέρες που έρχονται. Μετατρέποντας την εμπειρία του χθες σε καύσιμο πορείας προς το αύριο.
Μια ματιά στις σελίδες της Ιστορίας μας σε ένα και μόνο συμπέρασμα οδηγεί: ότι μοιρασμένοι οι Έλληνες λύγισαν, ενώ ενωμένοι μεγαλούργησαν. Δεν ξεχνάμε, συνεπώς, τις έχθρες που εκδηλώθηκαν ακόμη και μέσα στον ξεσηκωμό. Τον εθνικό διχασμό. Τον ολέθριο εμφύλιο. Ούτε και τις παγίδες της πρόσφατης δημαγωγίας.
Γι’ αυτό, επιλέγουμε για ιστορικό μας φάρο την ενότητα των Βαλκανικών Πολέμων. Του έπους του ‘40 και της Αντίστασης. Την κοινή μας στάση κατά της δικτατορίας και την κοινή μας δράση στα χρόνια της ανάπτυξης. Την ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Και τα βήματά μας στην πιο στέρεη Δημοκρατία που είχαμε ποτέ.
Υποδεχόμαστε την εθνική επέτειο με την περίσκεψη που φέρνει η περηφάνεια. Γιατί οι ήρωες του ’21 βρήκαν άξιους συνεχιστές στην πολιτική και την οικονομία. Αλλά και στον στοχασμό, στην επιστήμη, στην τέχνη και στον αθλητισμό.
Πάνω από όλα, όμως, η ιστορία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους είναι η ιστορία των ανθρώπων του. Όλων όσοι έπεσαν και βρήκαν τη δύναμη να ξανασηκωθούν για να κληροδοτήσουν στα παιδιά τους ένα καλύτερο αύριο.
Που συναντήθηκαν τολμηρά με τα ρεύματα της προόδου, κρατώντας όμως ζωντανές τις παραδόσεις. Που δούλεψαν σκληρά και πρόκοψαν. Και μαζί τους, πρόκοψε και η πατρίδα όλη. Είναι όσοι, ψάλλοντας τους στίχους του Σολωμού, δάκρυσαν μπροστά στη γαλανόλευκη. Σε όλους αυτούς, η Ελλάδα ευγνωμονούσα, αποτίει φόρο τιμής.
Συμπολίτες μου,
Εφέτος, η 25η Μαρτίου είναι μοναδική. Αλλά και ξεχωριστή, καθώς μας βρίσκει στην τελική μάχη με την πανδημία. Με τις δυσκολίες πολλές, όμως ορατή πλέον τη νίκη. Άλλωστε, και η εθνική εκστρατεία για τον εμβολιασμό Ελευθερία ονομάζεται.
Η χώρα μας βγαίνει ισχυρότερη από αυτή την περιπέτεια: Με ενωμένη την κοινωνία, ανθεκτική την οικονομία και αποτελεσματικότερο το κράτος. Και επιπλέον, με δυνατούς δεσμούς εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Πολιτεία και τους Πολίτες.
Κάτι που αναδείχθηκε στα πολλά και ταυτόχρονα μέτωπα που δώσαμε μάχες: Στην υπεράσπιση των συνόρων μας σε Έβρο και Αιγαίο. Στη θωράκιση της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής ευημερίας. Αλλά και απέναντι στις προκλήσεις των γειτόνων μας.
Στην αυγή του τρίτου αιώνα ελεύθερης ζωής, οι Έλληνες κρατούν ψηλά το κεφάλι που σήκωσαν γενναία οι πρόγονοί τους. Σήμερα οι προκλήσεις είναι διαφορετικές, όμως η αποφασιστικότητά μας παραμένει ίδια. Το στοίχημα της γενιάς μας είναι 200 χρόνια μετά την «Επανάσταση της Εθνικής Ανάστασης» να γίνει η «Επανάσταση της Εθνικής Ανάταξης». Με την Ελλάδα και πάλι πρωταγωνίστρια των καιρών.
‘Άλλωστε, από το «Έψιλον» της Ελλάδας ξεκινούν και η Επανάσταση, και η Ελευθερία, και η Ελπίδα. Είναι τα συστατικά της «όμορφης και παράξενης πατρίδας» του Ελύτη. Του πολυμήχανου Οδυσσέα που με την ευφυΐα του πέτυχε περισσότερα από όσα του επέτρεπαν τα μέσα που διέθετε. Και της χώρας του εθνικού μας ποιητή, όπου «όλα γύρω της είναι φως».
Την ιστορία αυτού του τόπου γιορτάζουμε σήμερα. Με περηφάνια και με σεμνότητα. Τίποτα από όσα κερδίσαμε μέχρι τώρα δεν ήταν αυτονόητο. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε οπλισμένοι με τον νέο πατριωτισμό της ευθύνης. Και τη σημαία μας να ανεμίζει από εθνική αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία.
Χρόνια πολλά Ελλάδα μας! Χρόνια πολλά Έλληνες, παντού στον κόσμο!
newsit.gr
Παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κατερίνας Σακελλαροπούλου και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη έγινε η έπαρση της σημαίας στην Ακρόπολη. Είναι, επί της ουσίας, η έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων για την 25η Μαρτίου και τα 200 χρόνια από την Επανάσταση.
Με την έπαρση της σημαίας στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, ανοίγει και επίσημα το πρόγραμμα των εκδηλώσεων για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου. Ένας εορτασμός, που λόγω της πανδημίας θα έχει περιορισμούς, αλλά δεν θα στερηθεί της λαμπρότητας που απαιτεί η επέτειος για τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821.
Σημειώνεται πως η Αναστασία Ζαννή, έχει ερμηνεύσει τον Εθνικό Ύμνο ανοίγοντας την παρέλαση στη Νέα Υόρκη στις ΗΠΑ, για τέσσερις συνεχείς χρονιές ως τιμώμενη καλεσμένη από την ομογένεια, παρουσία της προεδρικής φρουράς, των ομογενών και των επισήμων φορέων. Μάλιστα είναι η πρώτη φορά που τραγούδησε τον Εθνικό Ύμνο στην Ελλάδα για τους εορτασμούς της 25ης Μαρτίου.
Πηγή: protothema.gr, newsit.gr
Φωτογραφίες: in.gr
Πρόγραμμα επίσκεψης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων κ. Σπήλιου Λιβανού στην Αιτωλοακαρνανία.
ΠΕΜΠΤΗ 25-3
09.30 Δοξολογία στο Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Σπυρίδωνα Μεσολογγίου
10.30 Κατάθεση στεφανιού στον Κήπο την Ηρώων στο Μεσολόγγι
12.00 Αναπαράσταση Μάχης Κλείσοβας- Λιμνοθάλασσα Κλείσοβας
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 26-3
10.00 Επίσκεψη στο νοσοκομείο Αγρινίου
ΣΑΒΒΑΤΟ 27-3
10.00 Επίσκεψη στο Δημαρχείο Ναυπάκτου (συνάντηση με το Δήμαρχο)
13.30 Επίσκεψη στο Μέλι Μελάνια (Στυλιάρας) στη Ναύπακτο
Το 1989 η UNESCO ενέγραψε τα Μετέωρα στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ως ένα ιδιαίτερης σημασίας πολιτιστικό και φυσικό αγαθό
Σημαία εμβαδού 2.500 τ.μ. για την 25η Μαρτίου «στολίζει» τα Μετέωρα.
Τα γαλανόλευκα αγκαλιάζουν τον επιβλητικό βράχο της Αγιάς, ο οποίος αποτελεί και την ψηλότερη κορυφή των Μετεώρων, φτάνοντας σε ύψος 630 μέτρων.
Αυτό το σημείο επέλεξε η Περιφέρεια Θεσσαλίας να στείλει το δικό της μήνυμα για την επέτειο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, φωταγωγώντας στα εθνικά χρώματα το βράδυ της Τετάρτης 24 και Πέμπτης 25 Μαρτίου, τους ιερούς βράχους των Μετεώρων, αναφέρει το Stagonnews.
Ένα από τα πιο εμβληματικά σημεία της υφηλίου και μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, τα Μετέωρα, ντύνεται από την Περιφέρεια Θεσσαλίας με τη γαλανόλευκη, στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για το σημαντικότερο γεγονός στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, που οδήγησε στη δημιουργία του ελληνικού έθνους – κράτους.
Τα Μετέωρα, λόγω της μορφολογίας τους, του άγριου και απροσπέλαστου τοπίου, προσέφεραν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στη Θεσσαλία (1393 – 1881) ιδανικό καταφύγιο για το μοναχισμό, λειτούργησαν ως τόποι ελπίδας και διέσωσαν μνημεία του πολιτισμού και έργα της μεταβυζαντινής τέχνης.
Το 1989 η UNESCO ενέγραψε τα Μετέωρα στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ως ένα ιδιαίτερης σημασίας πολιτιστικό και φυσικό αγαθό.
Πηγή: protothema.gr
Του Αλέξανδρου Σχισμένου
Την Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021 το ελληνικό κράτος εορτάζει επίσημα τα 200 χρόνια από την έναρξη της αποκαλούμενης Ελληνικής Επανάστασης. Αυτή η επέτειος είναι ένα γνωστό ψεύδος, καθώς δεν ξεκίνησε η επανάσταση την 25η Μαρτίου 1821. Η μοναρχία του Όθωνα καθιέρωσε την επετειακή ημερομηνία για ρητούς λόγους θρησκευτικού συμβολισμού. Το συναφές διάγγελμα είναι σαφές:
«Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25 Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος δια την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Εθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ». (Εν Αθήναις την 15 Μαρτίου 1838, Όθων)
Στον ελλαδικό χώρο η επανάσταση δεν άρχισε ούτε στην Αγία Λαύρα, ούτε την 25η Μαρτίου. Ξέσπασε την 21η Μαρτίου με την επίθεση στα Καλάβρυτα. Όπως παρατηρούν οι συγγραφείς της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους: «Ούτε στις 25 Μαρτίου αλλά ούτε και στις 21, που έγινε η πρώτη πολεμική επιχείρηση, βρισκόταν κανείς στην Άγια Λαύρα».
Λείπει ακόμη μια πραγματική κοινωνικο-ιστορική μελέτη της σημασίας του Εικοσιένα. Η σημασία αυτή παραμένει εξάλλου, ένα διαρκές διακύβευμα. Θα έπρεπε να μετασχηματίζεται αναλόγως με τους κοινωνικο-ιστορικούς μετασχηματισμούς της νεοελληνικής κοινωνίας. Αντιθέτως, το ελληνικό κράτος, έχει επιβάλλει, εξ ιδρύσεώς του, έναν απολιθωμένο ιδρυτικό μύθο παλικαριών που πίνουν κρασί και μονιασμένα χορεύουν με τα καριοφίλια στα χέρια. Το 1821 παραμένει το πιο άγνωστο ιστορικό γεγονός και ο πιο επιφανειακός ιδρυτικός μύθος για τους νεοέλληνες.
Δεν μπορούμε βέβαια εδώ να προχωρήσουμε σε μια εις βάθος ανάλυση. Απλώς, για χάρη της συζήτησης και της επετείου, θα αναφέρουμε κάποια σκόρπια στοιχεία.
Ο Δημήτρης Φωτιάδης κάνει λόγο για «δύο Εικοσιένα»: «Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων».
Από κοντά, ο Γιάννης Σκαρίμπας φωνάζει:
«Ο κατά μόνον το γένος και το θρήσκευμα του διαφέρων είναι ένας άγιος, μπρος στον κατά μόνο το “κατεστημένο” του διαφέροντα. – Οι Τούρκοι δεν ήταν οι χειρότεροι. Ο ελληνικός λαός δεν θα ‘κανε την επανάσταση για ν’ αποκαταστήσει και πολιτικά τους κοτζαμπάσηδες. Οι λέγοντες ότι η Επανάσταση ήταν μόνο Εθνική, ή είναι αδιάβαστοι ή δεν μας λένε την αλήθεια. Σκοτώνοντας τους Τούρκους ήξερε ότι σκοτώνει το σύμμαχο των κοτζαμπάσηδων. Χωρίς τον αφανισμό πρώτα αυτουνού, δεν μπόραε να ξεπάτωνε τους άλλους. Το ότι σ’ αυτό η Επανάσταση γελάστηκε, δεν παναπεί διόλου ότι τους εφείσθη. Θα τους πέρναε εν στόματι μαχαίρας. Το ότι νόμισε ότι για τούτο είχε καιρό, αυτό την έφαγε… Η Επανάσταση απότυχε».[i]
Αν υπήρχαν πράγματι δύο Εικοσιένα, μπορούμε να πούμε ότι συμπλέχθηκαν και το ένα κατάπιε το άλλο. Μάλλον υπήρχαν πολλαπλά Εικοσιένα, πολλαπλές όψεις μίας επανάστασης που διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα στη Βαλκανική και εν πολλοίς επέβαλλε νέα ιδεολογικά σχήματα κυριαρχίας, δηλαδή το φαντασιακό του Έθνους και της λαϊκής αντιπροσώπευσης, μετασχηματίζοντας ριζικά τις οθωμανικές διοικητικές, κοινοτικές και ταξινομητικές δομές σύμφωνα με το δυτικό πρότυπο του ορθολογιστικού κρατικού μηχανισμού. Αυτός ο μετασχηματισμός δεν υπήρξε ούτε ομόθυμος, ούτε ενιαίος, ούτε ολοκληρωμένος αλλά μάλλον δημιούργησε ένα νέο πολιτικό πεδίο συγκρούσεων, την εθνική πολιτική σκηνή, όπου ομάδες ολιγαρχικών συμφερόντων αντιμάχονται για τη διοίκηση του κράτους, άλλοτε ως παράγοντα διασφάλισης των προσβάσεων στο διεθνές κεφάλαιο, άλλοτε ως μέγιστο παράγοντα ενός παλαιού πελατειακού παιχνιδιού κοινωνικών σχέσεων, πάντοτε ως μηχανισμού καταστολής.
Η επανάσταση του λαού, οι λαϊκές εξεγέρσεις και τα κινήματα της κοινωνικής βάσης, παρότι συγκέντρωσαν το απαραίτητο κοινωνικό δυναμικό που εξαπολύθηκε ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία, δεν έλαβαν ποτέ την πρωτοβουλία του Αγώνα παρά μόνο τοπικά –όπως στην Ύδρα το 1821– και παροδικά. Άνωθεν σχεδιάστηκε και επιβλήθηκε μια διαχείριση των γεγονότων από ένα σύμπλεγμα εκπροσώπων των ανώτερων ελίτ που ζήτησαν ενεργά και ρητά την απόσχισή τους από την οθωμανική διοίκηση.
Το γεγονός ότι οι πλειοψηφίες των παραδοσιακών ελίτ συχνά αντιστάθηκαν στα επαναστατικά κελεύσματα διαμόρφωσε ενδότερες συγκρούσεις μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών. Οι παραδοσιακές ελίτ των κοτζαμπάσηδων κινητοποιούσαν ένα πλέγμα ευρύτερων εξαρτήσεων και συμφερόντων που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε οικογενειακούς και φατριαστικούς δεσμούς, περιορισμένου βεληνεκούς, ενώ οι νεόπλουτες ελίτ των εφοπλιστών, των λογίων και των εμπόρων διαμόρφωναν πιο οικονομοκεντρικές και ταξικές συνομαδώσεις, ευρέως βεληνεκούς. Από την άλλη, οι λόγιοι και οι έμποροι είχαν διεθνή εμπειρία και ευρωκεντρική αντίληψη, ενώ οι εφοπλιστές μαζί με τους γαιοκτήμονες και κοτζαμπάσηδες στηρίζονταν στις τοπικές ρίζες και τα γενεαλογικά προνόμια.
Η επανάσταση άρχισε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδαβίας (σημερινή Ρουμανία) την 24η Φεβρουαρίου 1821: «Η ΩΡΑ ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες!» έγραφε η προκήρυξη που απευθυνόταν αποκλειστικά στους ελληνόφωνους, ενώ είχε εκδοθεί διαφορετική, καθησυχαστική διακήρυξη «προς το έθνος της Μολδαυϊας» με διαβεβαιώσεις για την τάξη και την ασφάλεια της περιοχής. Η διακήρυξη προς τους Έλληνες εμπεριέχει πρόταση και για την πολιτική οργάνωση της χώρας: «Το έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξει τους Δημογέροντάς του, και την υψίστην αυτή Βουλήν θέλουσιν υπείκει όλαι μας αι πράξεις».
Ήδη στην διακήρυξη της επανάστασης προβάλλεται ως αιώνια αλήθεια η νεότευκτη ιδέα του εθνισμού, κατονομάζοντας τους εξεγερμένους μόνο ως Έλληνες ως εάν να υπήρχε ήδη καθορισμένο και διακριτό ελληνικό έθνος. Αλλά αυτό απέχει πολύ από την πραγματικότητα, όπου κυριαρχούσε το θρησκευτικό και το τοπικιστικό κριτήριο. Αν υπήρχε κάποιο κριτήριο καταγωγής που λαμβανόταν υπόψιν αυτό αφορούσε αποκλειστικά την τοπικότητα και όχι κάποια «εθνική» κοινότητα. Όπως παρατήρησε ορθώς ο Κολοκοτρώνης στη Διήγησιν Συμβάντων χρόνια αργότερα: «δεν είναι παρά η επανάστασίς μας οπού εσχέτισε όλους τους Έλληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι οπού δεν εγνώριζαν άλλο χωριό μακριά μίαν ώραν από το εδικό τους…»
Η επανάσταση κηρύχθηκε από έναν ελληνόφωνο πρίγκηπα της Ρωσικής Αυλής, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, σε μία οθωμανική επαρχία, τη Μολδαβία, την οποία είχε στο παρελθόν διοικήσει ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Υψηλάντης, μακριά από τον ελλαδικό χώρο αλλά δίπλα στα σύνορα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα οργανωμένο σχέδιο μιας συνομωτικής ομάδας, της Φιλικής Εταιρείας, εμπνευσμένης από τις συνομωτικές αρχές του καρμποναρισμού, των μυστικών οργανώσεων της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Έρικ Χομπσμπάουμ οι αδελφότητες του καρμποναρισμού, που είχαν σχέσεις και με τις τεκτονικές στοές (ο Ξάνθος, εκ των τριών ιδρυτών της Φ.Ε. ήταν μύστης της Τεκτονικής Στοάς της Λευκάδας) θεωρούσαν εαυτές «προοδευτικές και χειραφετημένες ελίτ που έπρεπε να δράσουν στους κόλπους και προς όφελος μιας τεράστιας και αδρανούς μάζας αδαών και πλανημένων, οι οποίοι αναμφίβολα θα επιδοκίμαζαν την απελευθέρωση, όταν θα ερχόταν, αλλά κανείς δεν περίμενε να συμμετάσχουν ιδιαίτερα στην προετοιμασία της.»[i]
Από τις πολλαπλές επαναστατικές ιδέες που διαδόθηκαν από τη μήτρα της Γαλλικής Επανάστασης, οι Φιλικοί προώθησαν καταρχήν την ιδέα του εθνικού αυτοκαθορισμού και διόλου την ιδέα της κοινωνικής ισότητας. Εξαρχής η Φ.Ε. απευθυνόταν μόνο «προς Έλληνας φιλοπάτριδας και τους εκλεκτούς και ανδρείους των ομογενών», αποκλείοντας ρητά τους αλλοεθνείς και τις γυναίκες. Το κυρίαρχο ιδεολόγημα ήταν η φαντασιακή σημασία του έθνους, ενώ η προετοιμασία της επανάστασης αναλήφθηκε από μέλη των καθιερωμένων ελληνόφωνων ελίτ, περιλαμβάνοντας πλούσιους εμπόρους, εφοπλιστές, προκρίτους, Φαναριώτες λόγιους και ιερωμένους. Χωρίς δηλαδή να θιγεί η κοινωνική διαστρωμάτωση των ελληνόφωνων κοινοτήτων και το προνομιακό καθεστώς της ντόπιας ολιγαρχίας.
Ωστόσο, η ιδέα της πολιτικής ισότητας φαίνεται να περνά σαν ίσκιος ίσκιος πίσω από την υπόσχεση πως οι δημογέροντες θα εκλεγούν από το «Έθνος συναθροιζόμενον». Αυτή είναι μια υπόσχεση που περιλαμβάνει εν δυνάμει ολόκληρο τον πληθυσμό που μέλλεται να ονομαστεί «Έθνος». Όμως επίσης φέρει το, απαραίτητο στο φαντασιακό του έθνους, συμπλήρωμα, δηλαδή την πολιτική αντιπροσώπευση, δηλαδή το φαντασιακό του κράτους και της διοικητικής ιεραρχίας. Το ποιος ανήκει στο έθνος έμελλε να είναι ένα ανοιχτό ερώτημα άνωθεν διεκδικούμενο, πηγή πολλών τραγωδιών για τους κατοίκους της χώρας.
Το «Έθνος» προβάλλεται ως η θεμελιώδης αρχή κυριαρχίας με φυσικά και καθορισμένα δικαιώματα που δικαιώνουν την απόφαση της απόσχισης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία – μα αυτό είναι μια εντελώς καινοφανής ιδέα. Η ίδια η Αυτοκρατορία, πολυεθνοτική και πολύγλωσση, δεν βασιζόταν στην αρχή της εθνικής κυριαρχίας αλλά στο απόλυτο της κυριαρχίας του Σουλτάνου που έχει θρησκευτική και ιστορική – ως δίκαιο της κατακτήσεως- βάση και διαμορφώνει πλέγματα βαθμιδωτών δεσμών από την απόλυτη υποταγή (πολιτική κυριαρχία) έως την απλή υποτέλεια (φορολογική κυριαρχία). Εξάλλου και στο παρελθόν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης, πολλοί Οθωμανοί αξιωματούχοι, όπως ο επονομαζόμενος Κιουταχής, ήταν Έλληνες στη γλώσσα και την καταγωγή. Μα δεν ήταν χριστιανοί, που ήταν η πρωτεύουσα θρησκευτική διάκριση. Μετά το 1830 πολλοί ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι θα εξοριστούν λόγω της όψιμης ταύτισης της ελληνικής και της χριστιανικής ταυτότητας.
Ασφαλώς, όπως μας επιβεβαιώνουν τα ιστορικά αρχεία υπήρχαν τεράστιες λαϊκές αντιδράσεις και αντιστάσεις ενάντια στην κατεστημένη κοινωνική ανισότητα και τα εμφωλευμένα κοινά συμφέροντα κοτζαμπάσηδων και Πύλης. Πάνω από εκατό εξεγέρσεις ξέσπασαν στα Βαλκάνια κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κλεφτουριά ήταν μια τέτοια μορφή αντίδρασης και αντίστασης. Μα αυτές οι αντάρτικες μορφές πάλης και παραβατικές μορφές διαβίωσης, όπως και η πειρατεία, δεν εμπεριέκλειαν ουδεμία μορφή πολιτικής διεκδίκησης, κανένα ίχνος πολιτικού προτάγματος.
Όπως συνέβη και με τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, τα στοιχεία του δημοκρατικού προτάγματος και τα ιδεώδη της ισονομίας, της πολιτικής ελευθερίας και των αναφαίρετων ατομικών δικαιωμάτων προήλθαν έξωθεν και άνωθεν, από προοδευτικά άτομα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων που είχαν επαφή με το ευρωπαϊκό επαναστατικό κίνημα και πολλές φορές το πλήρωσαν με τη ζωή τους. Ήρθαν διαθλασμένα και καχεκτικά, χωρίς τον έντονο αντικληρικισμό και τους αναρχικούς ορίζοντες της Δύσεως. Το όραμα του Ρήγα, που μιλούσε για κοινή επανάσταση των βαλκανικών λαών είχε ήδη στενέψει από την προσαρμογή του στα συμφέροντα των ηγεμονικών ομάδων.
Όσο όμως καχεκτικό και παραφρασμένο κι αν ήταν, το πνεύμα του Διαφωτισμού διαπότισε τις διακηρύξεις για ισονομία και ελευθερία των εξεγερμένων – όπως και την αντάρτικη κοινωνική αναπαράσταση και αυτοεικόνα της επανάστασης του 1821, διαμορφώνοντας μία ρομαντική αφήγηση και ένα ανώνυμο λαϊκό ρεύμα πίεσης και διεκδίκησης που, από τη μία, δεν έλεγξε ποτέ απολύτως η νεόδμητη κεντρική κρατική αρχή αλλά από την άλλη παρέμεινε χειραγωγήσιμο.
Η Ελληνική Επανάσταση είχε μακρά χρονική διάρκεια. Διήρκησε κοντά δέκα χρόνια, μέχρι την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, μα ο εξεγερμένος πληθυσμός δεν δημιούργησε δικούς του, αυτόνομους θεσμούς αυτοκυβέρνησης πουθενά.
Εξαρχής, το πνεύμα της Φιλικής Εταιρείας, η διαρκώς επαναλαμβανόμενη εξάρτηση από μία ‘Αόρατη Αρχή’, ο αφηρημένος, αποκλειστικός, μονοδιάστατος και αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας της φαντασιακής σημασίας του έθνους, οι άνωθεν προσπάθειες χαλιναγώγησης, και η άγρια καταστολή καθόρισαν την, κατά Σκαρίμπα, αποτυχία της επανάστασης στο εσωτερικό. Γιατί όμως «γελάστηκε»; Κατά τη γνώμη μου, επειδή εξαρχής ήταν χειραγωγημένη από προϋπάρχοντα ολιγαρχικά συμφέροντα και ηγεμονικές ομάδες.
Διαβάζοντας την επίσημη, συντηρητική και εθνοκεντρική Ιστορία του Ελληνικού Έθνους προκαλούν εντύπωση οι αγεφύρωτες και εκρηκτικές διαιρέσεις που χαρακτηρίζουν τα «χρόνια δοξασμένα» μετά το 1821. Οι κοινωνικές ανισότητες, οι τοπικές αντιμαχίες και τα αντίπαλα και διακριτά συμφέροντα των κυρίαρχων ηγεμονικών ελίτ δεν μπόρεσαν να καλυφθούν υπό τον μανδύα του Έθνους καθώς όριζαν βαθιές και ιστορικές διαιρέσεις.
Σε κάποια μέρη υπήρχε ισχυρή παράδοση τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως στον Μοριά, όπου είχαν αναδειχθεί ισχυρά τζάκια γαιοκτημόνων που μονοπωλούσαν τις κοινοτικές διοικητικές δομές, σε άλλα, όπως στην Κρήτη, υπήρχε έντονη Οθωμανική παρουσία και άμεση τουρκόφωνη διοίκηση. Στα τρία ναυτικά νησιά, την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά, υπήρχε καθεστώς ημι-αυτονομίας, και κυβερνούνταν από πανίσχυρες εφοπλιστικές οικογένειες όπως τους Κουντουριώτηδες. Στη Ρούμελη και την Ήπειρο υπήρχαν αρματολίκια, άτακτα τάγματα ενόπλων υπό οθωμανική διοίκηση και οι τοπικές διαμάχες μεταξύ των Οθωμανών πασάδων, όπως του Αλή Πασά των Ιωάννίνων. Υπήρχαν και αυτοδιοικούμενα χωριά, όπως το αλβανόφωνο Σούλι και τα Ζαγόρια. Ο κυρίαρχος τοπικισμός εκδηλώθηκε κατά περιστάσεις και στις ταλαιπωρίες που υπέστησαν σε διάφορες περιοχές οι πρόσφυγες από τα πολεμικά μέτωπα.
Όπως μας διηγείται στα Απομνημονεύματα ο Μακρυγιάννης, οι Αρτινοί πρόσφυγες έγιναν θύματα σκληρής εκμετάλλευσης στον Βάλτο:
“Τότε πήγα εις την Αγιά,οπού ‘χα τα ειδίσµατά µου στείλη, κ’ εκεί ηύρα τους δυστυχείς Αρτηνούς οπού έρχονταν ξυπόλυτοι και γυµνοί και νηστικοί. Και µό’ ‘πεσαν όλοι εις τονλαιµό µου να τους σώσω. […] Και τους συνάξαµεν ξύλα και τους περιποιηθήκαµεν. Τα µεσάνυχτα έρχονται κάτι Βαλτηνοί κι’ άλλοι και ρίχνουν ντουφέκια. […] Τότε ντουφεκιστήκαµεν κ’ εµείς µ’ αυτούς και τους γνωρίσαμε. Και ήρθαν να τους πάρουν και τα πουκάµισα, ότι άλλο τίποτας δεν τους αφήσαµεν, µόνον ό,τι φορούσαν. […] Κι’ από τότε βλέποντας αυτείνη την αρετή, σιχάθηκα το Ρωµαίικον, ότ’ είµαστε ανθρωποφάγοι.”
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης αντί να γεφυρωθούν, αποκαλύφθηκαν μία σειρά από τεμνόμενες διαιρέσεις.
Διαιρέσεις ανάμεσα σε Φιλικούς και κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες και δημογέροντες, λόγιους και ιεράρχες, “πολιτικούς” και “στρατιωτικούς”, Ρουμελιώτες και Μωραϊτες, εφοπλιστές και γαιοκτήμονες, νησιώτες και στεριανούς, “αυτόχθονες” και “ετερόχθονες”, τακτικούς αξιωματικούς και οπλαρχηγούς, προκρίτους και λαϊκούς, Καποδιστριακούς και Αντικαποδιστριακούς, “κυβερνητικούς” και “συνταγματικούς” – διαιρέσεις που οδήγησαν σε δύο ανοιχτούς εμφυλίους το 1824, σε παράλληλες διπλές κυβερνήσεις το 1825 και το 1827, σε δύο εισβολές Ρουμελιωτών στην Πελοπόννησο το 1825 και το 1830, στη δολοφονία του Ανδρούτσου το 1825, στη φυλάκιση του φιλόδοξου Κολοκοτρώνη το 1825 και το 1833, στην πυρπόληση του ελληνικού στόλου από τον Μιαούλη το 1831, στην εξέγερση της Μάνης το 1831, στη δολοφονία του αυταρχικού κυβερνήτη Καποδίστρια την ίδια χρονιά – και πίσω από όλα αυτά, τα συνωμοτικά παιχνίδια υποταγής στις Μεγάλες Δυνάμεις, τα δύο μεγάλα ληστρικά δάνεια, η συγκρότηση πελατειακών μηχανισμών, οι προσπάθειες υπερίσχυσης των τριών κομμάτων, του αγγλικού, του γαλλικού και του ρωσικού.
Όλες οι μερίδες, για να προφυλάξουν τα ίδια ολιγαρχικά τους συμφέροντα, κραδαίνουν διακηρύξεις δημοκρατίας προς τους εξεγερμένους, ενώ προσβλέπουν στην εύνοια της ξενόφερτης μοναρχίας του Όθωνα. Και στο βάθος, ταλαίπωρος, αγωνιστής και διαρκώς εξαπατημένος ο ανώνυμος και πολύφωνος λαός ίσα που ακούγεται – ενώ αρχίζουν οι εθνοκαθαρτικές διώξεις ενός πολυεθνοτικού πληθυσμού.
Ήδη από το 1821 η κατάληψη πόλεων και χωριών συνοδεύονταν με (αποσιωπημένα) πογκρόμ απέναντι στις εβραϊκές κοινότητες, όπως έγινε στο Βραχώρι (Αγρίνιο) και στην Τριπολιτσά (Τρίπολη). Μα επίσης αρχίζει και η κρατική τρομοκρατία απέναντι σε ντόπιους αντιφρονούντες:
“Οι καταπιέσεις, οι ληστείες, οι κακοποιήσεις, οι βασανισμοί και οι συλλήψεις των κατοίκων από τους στρατιώτες με το πρόσχημα ότι αναζητούν και τιμωρούν τους αντάρτες ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο [….] Η επιβολή της κυβερνήσεως έδωσε μεγάλο βάρος στους οπαδούς της και πολλούς ασταθείς και επιπόλαιους τους έσπρωξε, όπως γίνεται συνήθως, ως την αμετροέπεια και την αδιαλλαξία […] Δεν ήταν λοιπόν παράξενο, αν η κυβέρνηση, επηρεασμένη από το πνεύμα αυτών των φίλων της καταστάσεως, καταπάτησε τις υποσχέσεις της και περιόρισε στο Άργος, και κατόπιν στο Ναύπλιο, τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους Πελοποννήσιους αρχηγούς [….] Η σύλληψή τους προκάλεσε “μέγαν φόβον εις όλον τον λαόν”, γράφει ο Κασομούλης. Η επιβολή της κεντρικής αρχής είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή.”[i]
Έτσι είχαν τα πράγματα το 1825, αμέσως μετά τον δεύτερο εμφύλιο που ξέσπασε, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, για τη νομή και επιβολή της κρατικής εξουσίας, προτού καν υπάρξει ανεξάρτητο κράτος. Κυρίαρχη είχε αναδειχθεί η πλευρά των νησιωτών εφοπλιστών και της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Η βία εναντίον των πολιτικών αντιπάλων αλλά και η τρομοκράτηση του πληθυσμού ήταν εξαρχής τα πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποίησε ο κρατικός μηχανισμός για να επιβληθεί στην κοινωνία.
Παρά τον καραμπελικό μύθο, δεν υπήρχαν πραγματικά αυτόνομες κοινότητες στην οθωμανική αυτοκρατορία, ούτε στον ελλαδικό χώρο ούτε αλλού, με την ουσιαστική και πολιτική έννοια. Κοινότητες που να αυτοκυβερνώνται με ρητό τρόπο και ισότιμη συμμετοχή όλων των μελών τους. Υπήρχαν κοινότητες με διαφορετικούς βαθμούς αυτοδιοίκησης που απολάμβαναν κάποιες φορές μέχρι και ατέλεια – δηλαδή φορολογική απαλλαγή – αλλά πάντοτε ενσωματωμένες στο οθωμανικό σύστημα διοίκησης και με αναγνωρισμένη την κυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Εντός των κοινοτήτων οι καθιερωμένες ολιγαρχίες αναπαράγονταν με τον θεσμό των δημογερόντων που μονοπωλούσαν οι ηγεμονεύουσες οικογένειες, τα τζάκια.
Επιπλέον, δεν υπήρξε ουσιαστική αμφισβήτηση της θρησκευτικής αυθεντίας και της εκκλησιαστικής εξουσίας, ασχέτως με τις ενέργειες της τελευταίας. Εξάλλου ήδη από την εποχή του Μεχμέτ του Πορθητή το Πατριαρχείο είχε διευρυμένες διοικητικές και δικαστικές εξουσίες επί του χριστιανικού πληθυσμού. Την 20η ή, κατ’ άλλους, την 23η Μαρτίου 1821, (δηλαδή πριν τη μυθική 25η Μαρτίου) μεγάλη σύνοδος των αρχιερεών και των λαϊκών προυχόντων της Κων/πολης με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ αφορίζει την επανάσταση που ξέσπασε. Οι εξεγερμένοι αποκαλούνται “κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι” ενώ υμνείται η “καλοκαγαθία του σουλτάνου”. Οι επαναστάτες αφορίζονται ακόμη και μετά θάνατον (!) ως “θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας”.
Παρόλο που η ανώτατη ιεραρχία πήρε θέση ενάντια στην επανάσταση, ουδείς αμφισβήτησε την πνευματική πρωτοκαθεδρία της ορθόδοξης εκκλησίας έως την επόμενη γενεά. Αυτή εξάλλου η ταύτιση των εξεγερμένων με την εκκλησία ενισχύθηκε και από τις διώξεις των Οθωμανών με κριτήριο την θρησκευτική ταυτότητα – ο Πατριάρχης που αφόρισε την Επανάσταση απαγχονίστηκε ως αντίποινα για τις επαναστατικές κινητοποιήσεις.
Στο τέλος, το παραδοσιακό, θρησκευτικό κριτήριο ταύτισης, του χριστιανού, θα συμπλεκόταν με την καινούργια εθνοτική ταξινόμηση, του Έλληνα, δημιουργώντας τον τραγέλαφο του ελληνοχριστιανισμού και χρησιμοποιώντας το δυναμικό του εθνικού φαντασιακού για την ενδυνάμωση και στερέωση του παραδοσιακού συντηρητικού και αντι-διαφωτιστικού ρεύματος. Οι παραδοσιακές μορφές θρησκευτικής ετερονομίας συνέχισαν να συνεργούν με τις νέες μορφές πολιτικής ετερονομίας.
Τελικά, όταν, με το πρωτόκολλο του Λονδίνου επήλθε, την 3η Φεβρουαρίου 1830 η ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, οι όροι ήταν σαφείς και συνοδεύονταν από την εγκαθίδρυση της απόλυτης μοναρχίας, δηλαδή τη ρητή ακύρωση κάθε υπόσχεσης λαϊκής κυριαρχίας.
“Η Ελλάς οφείλει την ύπαρξίν της εις τα παντοία διαβήματα, τα οποία επεδαψίλευσαν εις αυτήν αι τρεις Δυνάμεις. Ελευθερώσαται αυτήν έλαβον υπό την άμεσον προστασίαν των και την διέσωσαν από τον αναπόδραστον όλεθρον. Δια τούτους τους λόγους προσεκτήσαντο θετικά δικαιώματα εις την εκ μέρους των Ελλήνων τελείαν και πρόθυμον προσχώρησιν εις τα δεδογμένα.”
Με αυτά τα λόγια, τον Μάρτιο του 1830 οι αντιπρέσβεις της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας κοινοποιούν στις ελληνικές αρχές πώς κέρδισαν την πολιτική ανεξαρτησία τους τυπικά μόνο εφόσον την εγκαταλείψουν ουσιαστικά. Έτσι η εθνική ανεξαρτησία συνδέθηκε αναπόδραστα και με την αποικιοκρατικού τύπου εξάρτηση στο εξωτερικό. Αυτές οι πολλαπλές εξαρτήσεις, εσωτερικά από τις εγχώριες αντίπαλες ομάδες ολιγαρχικών συμφερόντων και εξωτερικά από τις μεγάλες Δυνάμεις, μαζί με την αγεφύρωτη αντίθεση προς την κοινωνία καθόρισαν το χαρακτήρα του νεοελληνικού κράτους.
Η εικόνα του συμπληρώνεται με την ίδρυση της Βασιλικής Χωροφυλακής τον Ιούνιο του 1833, με εκπεφρασμένο στόχο την «διαφύλαξιν της ασφαλείας, την τήρησιν της κοινής ησυχίας, και την διώξην του εγκλήματος». Ποιο έγκλημα διώκεται; Οι λαϊκές μορφές αντίδρασης και αντίστασης στη βαυαρική απολυταρχία, δηλαδή οι διαδηλώσεις και ακόμη η ορεινή ληστεία, η οποία ήταν άμεση συνέχεια της κλέφτικης παράδοσης. Στα όρη κατέφευγαν ως ληστές οι απογοητευμένοι αγωνιστές της επανάστασης («σώματα πειναλέων αγωνιστών διατρεχόντων πάσαν την χώραν») και πολλοί ακτήμονες αγρότες που είδαν την ελπίδα της δίκαιης ανακατανομής των οθωμανικών κτημάτων να καταρρέει μπροστά στην εξουσία των γαιοκτημόνων και της Εκκλησίας. Οι κοινωνικοί αγώνες ενάντια στη νέα απολυταρχική εξουσία συνεχίστηκαν με νέες μορφές. Κατά μία έννοια, δεν σταμάτησε ποτέ η ανολοκλήρωτη μάχη για την κοινωνική χειραφέτηση.
Αυτές είναι όψεις του ιστορικού κυκεώνα που δεν κρύβει ούτε η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» –αλλά τις κρύβουν οι εθνικές εορτές.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[i] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, σελ. 374.
[i] Ε. Χομπσμπάουμ, Η Εποχή των Επαναστάσεων, σελ. 157.
[i] Γ. Σκαρίμπας, Η αλήθεια για το ’21, εκδ. Κάκτος, 1995.
Πηγή: aftoleksi.gr