Η πολιτική για να είναι χρηστική δεν πρέπει να είναι απλά επικοινωνιακή αλλά αποτελεσματική. Κάναμε μια κίνηση ως Ελληνική Λύση πριν μερικούς μήνες. Αυτή η κίνηση έχει αποτέλεσμα.
Είναι το πρώτο δικαστήριο που γίνεται και είναι για την ουσία της υποθέσεως, κατά την άποψή μας, διότι αφορά τα χαμένα βίντεο, τα χαμένα έγγραφα, που αποδείκνυαν ότι αυτοί οι κύριοι της εμπορικής αμαξοστοιχίας, που σήμερα σπεύδουν να συγκαλύψουν, μετέφεραν κάτι επικίνδυνο.
Ξεκινάμε την ιστορία σήμερα, θα είναι Γολγοθάς, όχι για εμάς, αλλά κυρίως για τους συγγενείς. Αυτό που θέλω να πω όμως είναι ότι οι φυγόδικοι, εντός εισαγωγικών, μαθαίνω ότι θα ζητήσουν αναβολή.
Εύχομαι το δικαστήριο να μην τους δώσει αναβολή, γιατί το μόνο που ζητούν οι υπαίτιοι του εγκλήματος είναι αναβολές. Και αναβολές, για να αποδοθεί δικαιοσύνη, δεν μπορεί να υφίστανται
Η σημερινή ημέρα είναι μια ημέρα που γεμίζει την καρδιά κάθε Αγρινιώτη με περηφάνια.
Τιμούμε τους ήρωες της Επανάστασης του 1821, που με θάρρος και αυτοθυσία κατάφεραν να απελευθερώσουν την πόλη μας από τον οθωμανικό ζυγό. Η απελευθέρωση του Βραχωριού – όπως ήταν τότε γνωστό το Αγρίνιο ήταν μια πράξη.
Η ιστορία εκείνων που αγωνίστηκαν, που θυσιάστηκαν, που έβαλαν πάνω απ’ όλα το κοινό καλό δεν είναι μόνο μνήμη, είναι φάρος για το πώς πρέπει να πορευόμαστε κι εμείς, με ήθος, αλληλεγγύη και αγάπη για τον τόπο μας.
Σήμερα, καθώς αντιμετωπίζουμε σύγχρονες προκλήσεις, έχουμε χρέος να κρατήσουμε ζωντανά τα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας.
Χρόνια πολλά στο Αγρίνιο. Τιμή και δόξα στους προγόνους μας.
γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Π. Μπαλωμένος*
Στις 27 Μαΐου 2025, το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), παρά τις αντιδράσεις της Ελλάδας και της Κύπρου αποφάσισε με ειδική πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία (αποτρέποντας έτσι το ενδεχόμενο άσκησης βέτο), την έμμεση συμμετοχή της Τουρκίας στα ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα.
Παρά τις μεθοδεύσεις μερίδας εταίρων στην Ε.Ε. (που επιθυμούσαν να συμμετάσχει η Τουρκία στο πρόγραμμα SAFE), αλλά και την πρωτοφανή στα ευρωπαϊκά δεδομένα θεσμική εκτροπή στην οποία προέβησαν, τελικά οι πιέσεις της Κύπρου και της Ελλάδας έπιασαν τόπο και εξασφαλίστηκαν σημαντικές δικλείδες ασφαλείας όπως:
α) το άρθρο 16, όπου αναφέρει ρητά πώς «η συμμετοχή μιας τρίτης χώρας στο SAFE μπορεί να αποκλειστεί αν αυτή η χώρα θέτει άμεση απειλή στην ασφάλεια ενός κράτους-μέλους» και
β) η ενσωμάτωση του άρθρου 212 σε συνδυασμό με το άρθρο 218 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου σχετίζονται με την εξωτερική δράση της Ε.Ε. και προβλέπουν, ότι οι συμφωνίες οικονομικού, χρηματοδοτικού και τεχνικού περιεχομένου της Ένωσης με τους υποψήφιους εταίρους θα αποφασίζονται με ομοφωνία.
Η όλη εξέλιξη, προκάλεσε έντονες συζητήσεις στο εσωτερικό της Ελλάδας και χαρακτηρίστηκε τόσο από μερίδα εκπροσώπων του τύπου όσο και από τους γνωστούς λαϊκιστές – υπερπατριώτες του καναπέ ως εθνική αποτυχία και ήττα.
Τελικά όμως, η μερική συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα τί είναι; εθνική αποτυχία ή μήπως εθνική ευκαιρία;
Υπό το πρίσμα αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το ζήτημα της συμμετοχής της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα δεν είναι καινούριο.
Εδώ και δεκαετίες, η Τουρκία συμμετείχε έμμεσα ή άμεσα στην ευρωπαϊκή άμυνα και διαχρονική βασική στρατηγική της επιδίωξη, ήταν η πλήρης ένταξή της στις δομές της, καθώς και η συμμετοχή της στα ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα.
Συγκεκριμένα, το 1992 η Τουρκία έγινε συνδεδεμένο μέλος της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε), χωρίς δικαίωμα ψήφου. Η Δ.Ε. την περίοδο εκείνη, αποτελούσε τον κύριο φορέα ευρωπαϊκής άμυνας πριν την ενσωμάτωσή της στην Ε.Ε. μέσω της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ).
Επίσης, τη δεκαετία του 2000, η Τουρκία ως μέλος του ΝΑΤΟ, ζήτησε θεσμοποιημένη πρόσβαση στις αποφάσεις και τις επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΕΠΑΑ).
Ειδικότερα το 2003, όταν η Ε.Ε και το ΝΑΤΟ κατέληξαν στη συμφωνία «Berlin Plus» όπου έδωσε τη δυνατότητα στην Ε.Ε. να έχει πρόσβαση στις αμυντικές δυνατότητες σχεδιασμού και υποδομής του ΝΑΤΟ για την εκπλήρωση των επιχειρήσεών της, η Τουρκία (ως μέλος του ΝΑΤΟ) είχε δικαίωμα αρνησικυρίας (ΒΕΤΟ) στη χρήση των δυνατοτήτων αυτών και άσκησε το δικαίωμα αυτό επανειλημμένα, σε επιχειρήσεις της Ε.Ε. που συμπεριελάμβαναν την Κύπρο. Επίσης, στο πλαίσιο αυτό, η Τουρκία είχε επιχειρησιακή συμμετοχή σε αποστολές της Ε.Ε. όπως την «Operation Concordia» στη Βόρεια Μακεδονία (2003) και την «Operation Althea» στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (2004).
Η Τουρκία επίσης, από το 2006 είχε διοργανική συμφωνία διοικητικής φύσεως (Administrative Arrangement), με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας [(ΕΟΑ). Ιδρύθηκε το 2004 με στόχο τη στήριξη των κρατών μελών της Ε.Ε. για την ανάπτυξη των στρατιωτικών τους πόρων)].
Βάσει της εν λόγω συμφωνίας, η Τουρκία είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί προγράμματα συνεργασίας, να έχει περιορισμένη συμμετοχή σε συγκεκριμένες ερευνητικές πρωτοβουλίες και να συμμετέχει σε ομάδες εργασίας για τεχνικά και επιστημονικά ζητήματα.
Επιπλέον, η Τουρκία, αν και δεν είναι κράτος-μέλος της Ε.Ε., συμμετείχε ενεργά ως τρίτη χώρα σε ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα, κυρίως μέσω του Horizon 2020 (πρόγραμμα χρηματοδότησης έρευνας και καινοτομίας της Ε.Ε. για την περίοδο 2014-2020). Συγκεκριμένα, η Τουρκία:
Επιπρόσθετα, αξίζει να επισημανθεί ότι εδώ και χρόνια η Τουρκία παρά τα κατά καιρούς εμπόδια και τους αποκλεισμούς της από ευρωπαϊκά προγράμματα (όπως τα προγράμματα PESCO, το πρόγραμμα EU SatCom Market, τα προγράμματα του EDF και το δορυφορικό πρόγραμμα IRIS²), συνεργάζεται διμερώς με ευρωπαϊκές αμυντικές βιομηχανίες κρατών μελών της Ε.Ε..
Για παράδειγμα, η τουρκική εταιρεία ASELSAN συνεργάζεται με τις γαλλικές εταιρείες Airbus Defence and Space και Thales LAS, στο πλαίσιο εκπόνησης μελετών και παροχής τεχνικών υπηρεσιών για λογαριασμό της Υπηρεσίας Υποστήριξης και Προμηθειών του ΝΑΤΟ (NSPA), για την ανάπτυξη ενός αρθρωτού, επεκτάσιμου συστήματος αεράμυνας εδάφους. Παράλληλα, συνεργάζεται με εταιρείες της Γερμανίας, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας σε τομείς όπως τα ραντάρ, τα ηλεκτρονικά συστήματα επικοινωνιών και τα αντι-drone συστήματα.
Επίσης, η τουρκική εταιρεία πυραυλικών συστημάτων Roketsan συνεργάζεται με την γαλλική Thales και την ιταλική Leonardo, κυρίως μέσω εξαγωγών υποσυστημάτων και συντονισμένων ερευνών σε νέες τεχνολογίες και διατηρεί συνεργασία με ισπανικές και πολωνικές εταιρείες στον τομέα της πρόωσης και των κινητήρων.
Συνοψίζοντας τα ανωτέρω δεδομένα, εύλογα τίθενται κάποια ερωτήματα προς όλους αυτούς που άσκησαν και ασκούν δριμεία κριτική για την πρόσφατη απόφαση της Ε.Ε., για μερική συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα και μίλησαν για εθνική αποτυχία και ήττα.
Συγκεκριμένα, όλα αυτά τα χρόνια οι εν λόγω κατήγοροι δεν γνώριζαν πως η Τουρκία έμμεσα ή άμεσα συμμετείχε στην Ευρωπαϊκή Άμυνα;
Αν δεν γνώριζαν, πως εκφέρουν αβίαστα άποψη για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας που δεν γνωρίζουν;
Αν πάλι γνώριζαν και δεν μιλούσαν για λόγους μικροπολιτικού και προσωπικού συμφέροντος, μήπως τελικά εκτός από λαϊκιστές είναι και εθνικά επικίνδυνοι;
Επίσης, πως είναι δυνατόν να μιλούν για εθνική αποτυχία και ήττα, όταν η Τουρκία δεν πανηγυρίζει και διαμαρτύρεται στην Ε.Ε., ζητώντας άρση των περιοριστικών εμποδίων που ετέθησαν για τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή άμυνα;
Επιπλέον, αν η Ελλάδα ηττήθηκε στο εν λόγω ζήτημα, γιατί ο κ. Ερντογάν και τα τουρκικά ΜΜΕ προσπαθούν να αποσυνδέσουν το ζήτημα της άρσης του Casus Belly (που έθεσε ο Έλληνας πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης), από τη συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα;
Σε συνέχεια των ανωτέρω ερωτημάτων, θα παραθέσω ένα ακόμη στοιχείο που θεωρώ πως θα αποδείξει ακόμη περισσότερο, πόσο έωλοι είναι οι ισχυρισμοί περί εθνικής αποτυχίας και ήττας.
Εδώ και δεκαετίες δεν αποτελεί εθνική γραμμή (που έχει υποστηριχτεί από την πλειοψηφία των πολιτικών κομμάτων και από πολλούς Έλληνες πρωθυπουργούς), η στήριξη της Ελλάδας στην ενταξιακή πορεία της Τουρκίας προς την Ε.Ε., ως εργαλείο ειρήνης, σταθερότητας και εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων;
Συνεπώς, αν η Τουρκία ενταχθεί στην Ε.Ε. ως πλήρες μέλος, δεν θα συμμετάσχει ισότιμα στην ευρωπαϊκή άμυνα;
Τότε όλοι αυτοί που σήμερα μιλούν για εθνική αποτυχία και ήττα, τι θα λένε; Θα μας μιλούν για εθνική επιτυχία;
Τελικά μήπως υπάρχει έλλειμα σοβαρότητας και περισσεύει η υποκρισία στην Ελλάδα;
Αξιολογώντας τα ανωτέρω δεδομένα, ο συντάκτης του άρθρου, θεωρεί ότι η συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα δεν αποτελεί εθνική αποτυχία της Ελλάδας, αλλά συνολική αποτυχίας της Ε.Ε..
Υπό το πλαίσιο αυτό, η τρέχουσα συγκυρία αποτελεί χρυσή ευκαιρία για την Ελλάδα, ώστε να αναπτύξει ένα αφήγημα και να προβεί σε διπλωματικές ενέργειες που θα πείσουν του εταίρους της, ότι η συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα αποτελεί στρατηγική ήττα της Ευρώπης και ένα επικίνδυνο πείραμα που απειλεί την υπόσταση και τη βιωσιμότητά της.
Για να καταστεί ο εν λόγω στόχος εφικτός, η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει πολιτικά την θεσμική εκτροπή που ακολουθήθηκε (λήψη απόφασης με ειδική πλειοψηφία) για να αναδείξει το δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε.. Πρέπει να τονιστεί ότι η λήψη απόφασης παρακάμπτοντας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, θέτει σοβαρά ερωτήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ε.Ε. και δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο που εγείρει ερωτήματα για τη διαφάνεια και τη λογοδοσία των αποφάσεων.
Επίσης, η Ελλάδα θα πρέπει να ασκήσει πιέσεις, ώστε να αποτελέσει στρατηγική προτεραιότητα των ευρωπαϊκών θεσμών και των κρατών-μελών της Ε.Ε. η μη πλήρης συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα, διότι:
Τέλος, για λόγους αξιοπιστίας της Ελλάδας προς της εταίρους της και ενίσχυσης της θέσης της στην αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής άμυνας, είναι στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα, να αποσυνδέσει το ζήτημα της συμμετοχής της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα από τη ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Σε μια περίοδο κοσμογονικών γεωπολιτικών εξελίξεων, η Ελλάδα δεν πρέπει να κατηγορηθεί από τους εταίρους της, ότι μπλοκάρει τη διαδικασία ενίσχυσης της ευρωπαϊκής άμυνας λόγω της χρόνιας αντιπαράθεσής της με την Τουρκία.
Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψη την υπάρχουσα πραγματικότητα (δηλ. τη διαχρονική έμμεση ή άμεση συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα), που κανείς ως τώρα δεν τόλμησε να την ομολογήσει, ο συντάκτης του άρθρου, θεωρεί ότι η συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα δεν αποτελεί εθνική αποτυχία, αλλά μπορεί να αποτελέσει εθνική ευκαιρία.
Μπορεί να αποτελέσει εθνική ευκαιρία, διότι η Ελλάδα θα έχει περισσότερα να κερδίσει από μια Τουρκία που λειτουργεί εντός του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου άμυνας, παρά από μια Τουρκία αποκομμένη, απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη.
Συγκεκριμένα, όταν η Τουρκία θα συμμετέχει σε ευρωπαϊκές αποστολές ή δομές άμυνας, θα πρέπει να λειτουργεί υπό ένα σύστημα κανόνων, διαφάνειας, κοινών αποφάσεων και λογοδοσίας και η συμπεριφορά της, θα είναι ελέγξιμη και πιο προβλέψιμη.
Είναι προτιμότερο λοιπόν, αντί να την αντιμετωπίζεις μονομερώς, να την αντιμετωπίζεις εντός ενός ευρωπαϊκού πλαισίου και με καθορισμένες διαδικασίες, όπου η Ελλάδα έχει φωνή, επιρροή και συμμαχίες.
Επίσης, η συμμετοχή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ασφάλειας σημαίνει και αναγνώριση από μέρους της, της υπόστασης της Ε.Ε. ως γεωπολιτικό παίκτη. Αν συμβεί αυτό, είναι στρατηγικής σημασίας εξέλιξη που η Ελλάδα θα πρέπει να την εκμεταλλευτεί. Ειδικότερα, η Τουρκία έως τώρα κινείται επεκτατικά και επιπλέον, επιδιώκει να μετατραπεί σε μεσαία δύναμη και σημαντικός γεωπολιτικός παίκτης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μεσόγειο. Ο ρόλος της αυτός, δεν συνάδει με το πλαίσιο συμμετοχής της στην ευρωπαϊκή άμυνα. Η Τουρκία θα κληθεί να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να λειτουργεί ως αυτόνομος γεωπολιτικός παίκτης και πάροχος ασφάλειας ή θα λειτουργήσει εντός του πλαισίου της Ε.Ε.
Αν επιλέξει τη δεύτερη επιλογή οι ηγεμονικές της επιδιώξεις, με το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και την ακραία επιθετική ρητορική, θα δημιουργήσουν ένα κενό αξιοπιστίας της Τουρκίας προς την Ε.Ε., όπου η Ελλάδα μπορεί να το αξιοποιήσει.
Η Ελλάδα επίσης, μπορεί να αξιοποιήσει (και εν μέρει το έπραξε), το ενδιαφέρον της Τουρκίας να συμμετάσχει στην ευρωπαϊκή άμυνα για να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση των ελληνικών θέσεων από τους εταίρους της, να οικοδομήσει νέες συμμαχίες και να προβάλλει τα ζητήματα ασφαλείας του ελληνισμού ως ζητήματα ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Οι ασφαλιστικές δικλείδες που ήδη ορίστηκαν για την περιορισμένη συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα, αλλά και οι επακόλουθες αντιδράσεις της Τουρκίας, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Οι δικλείδες αυτές, δίνουν την δυνατότητα στην Ελλάδα να διαμορφώνει τους όρους συμμετοχής της Τουρκίας στις δομές της ευρωπαϊκής άμυνας, συνδέοντάς τους με την τουρκική συμπεριφορά (άρση casus belly, σεβασμός ΑΟΖ, Κυπριακό, παραβιάσεις εναέριου χώρου κ.λπ).
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα δεν έχει λόγο να φοβάται την περιορισμένη συμμετοχή της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα. Αντιθέτως, μπορεί να την εκμεταλλευτεί στρατηγικά για να περιορίσει την επιθετικότητά της και να την αναγκάσει να λειτουργήσει σεβόμενη το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο άμυνας και ασφάλειας.
Του Γιώργου Χαρβαλιά*
Έχουν περάσει αισίως… 64 χρόνια από τότε που η Ελλάδα έδεσε την τύχη της με αυτό που ξεκίνησε ως πολλά υποσχόμενη Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα των λαών και εθνών, αλλά κατέληξε στη σημερινή απεχθή εκδοχή μιας σοβιετικού τύπου υπερεθνικής γραφειοκρατίας με τυπική έδρα τις Βρυξέλλες και ουσιαστικό υποβολέα το Βερολίνο.
Φαντάζομαι λίγοι είναι αυτοί που θυμούνται ότι το μακρύ ταξίδι της ελληνικής ένταξης ξεκίνησε όχι το 1979, όταν υπογράφηκε η πράξη προσχώρησης στο Ζάππειο, αλλά πολύ νωρίτερα, το 1961, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, πρωθυπουργός και τότε, κατέστησε την Ελλάδα την πρώτη «συνδεδεμένη» χώρα με την Κοινή Αγορά των «Έξι».
Εκείνη, όμως, η απόφαση δεν ήταν ακριβώς ομόθυμη σε όλες τις τάξεις του πολιτικού και ακαδημαϊκού φάσματος. Υπήρχαν σοβαρές προσωπικότητες που εξέφραζαν επιφυλάξεις για το μέλλον της Ορθόδοξης Ελλάδας σε μία λέσχη «Φράγκων», υπήρχαν και πρώιμες ευρωσκεπτικιστικές φωνές όπως του εξαιρετικού Σκυριανού ευπατρίδη Μάνου Φάλταϊτς που εξέδιδε την επιθεώρηση «Οδηγητής» (ουδεμία σχέση με το ομώνυμο έντυπο της ΚΝΕ) και εκείνη την εποχή έγραφε το προφητικό δοκίμιο με τίτλο «Πανευρώπη και Κοινή Αγορά: Ο προάγγελος της οικονομικής μας καταστροφής και της εθνικής μας εκμηδενίσεως».
Στον «Οδηγητή» έγραφαν πολλοί διανοούμενοι, λογοτέχνες και συγγραφείς της εποχής, από τον μοναδικό Άγγελο Τερζάκη μέχρι τον πρωτοπρεσβύτερο πατέρα Πυρουνάκη και τον αναμορφωτή του εκπαιδευτικού μας συστήματος Ευάγγελο Παπανούτσο.
Δεν είχαν όλοι κοινές πολιτικές καταβολές, αλλά μοιράζονταν τις ίδιες πατριωτικές ανησυχίες, προβλέποντας ότι η «Ρωμιοσύνη», όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Παπανούτσος, θα σβήσει μέσα στο κράμα που θα δημιουργηθεί γιατί «θα γίνωμε “Ευρωπαίοι” στις αντιλήψεις, στους τρόπους, στη μόρφωση και στο τέλος δεν θα είναι δυνατόν να περισωθούν τα δικά μας εθνικά κεφάλαια, συγκεκριμένα και απλά, η νεοελληνική γλώσσα και η Ορθοδοξία μας».
Ταυτόχρονα με αυτούς που ανησυχούσαν για τον εθνικό εκφυλισμό υπήρχαν και πολύ σοβαροί οικονομολόγοι-όχι μόνο αριστερής απόκλισης-που εξέφραζαν σοβαρές ενστάσεις βλέποντας ότι η ελληνική παραγωγική βάση θα συνθλιβεί στις μυλόπετρες των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών. Οι απόψεις αυτών των ανθρώπων, που διέγνωσαν από πολύ νωρίς τον εφιάλτη, φιλοξενούνταν χωρίς αποκλεισμούς και προκαταλήψεις ακόμα και σε έντυπα της αστικής ακαδημαϊκής διανόησης όπως η εξαιρετική μηνιαία επιθεώρηση «Νέα Οικονομία» του Άγγελου Αγγελόπουλου. Δεν υπήρχε «εξοστρακισμός» απόψεων γιατί απλούστατα δεν υπήρχαν τότε πληρωμένα μέσα ενημέρωσης ή πανεπιστημιακοί και πολιτικοί «ευρω-τροχονόμοι» που θα έσπευδαν να ρίξουν στην πυρά ως «ψεκασμένο» όποιον τολμούσε να αμφισβητήσει το κυρίαρχο αφήγημα.
Φωτεινά ελληνικά μυαλά που έβλεπαν μακριά είχαν συλλάβει, λοιπόν, το αδιέξοδο ήδη από τη δεκαετία του ’60. Στη διαδρομή της ευρωπαϊκής ενοποίησης η Ελλάδα θα έπαιρνε γενναία οικονομική στήριξη αλλά με αντάλλαγμα την παραίτηση από βασικούς παραγωγικούς τομείς και επιλογές ανάπτυξης που θα της εξασφάλιζαν αυτάρκεια. Οι Έλληνες αγρότες και κτηνοτρόφοι θα επωφελούνταν προσωρινά μέσα από ένα φάσμα επιδοτήσεων, όπως αυτές οι σημερινές του ΟΠΕΚΕΠΕ που κατέληξαν στην τσέπη των επιτήδειων, αλλά τα ελληνικά αγροτοδιατροφικά προϊόντα θα εξαφανίζονταν ακόμα και από την εσωτερική αγορά. Και η ελληνική βιομηχανία, χωρίς επιδοτήσεις και κίνητρα, θα έσβηνε μέσα σε ένα σκληρά ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Στην πράξη ο ελληνικός λαός παραιτήθηκε από το δικαίωμα να αποφασίζει τι είδους οικονομική ανάπτυξη επιθυμεί και επέτρεψε να επιλέγουν άλλοι τι είδους ανάπτυξη «του ταιριάζει». Έτσι, μέσα σε μερικές δεκαετίες, η πατρίδα μετατράπηκε σε ετεροπροσδιοριζόμενη αποικία μαζικού τουρισμού, χωρίς αξιόλογη παραγωγική συγκρότηση, ενεργειακή αυτονομία και εξαγωγικό πλεόνασμα. Κι αυτός ο παραλογισμός ενισχύθηκε με τη δημιουργία μίας εγχώριας κάστας ευρω-δωσίλογων, που υποστηρίζουν ότι καλύτερα να αποφασίζουν οι ξένοι για το μέλλον της χώρας, γιατί εμείς είμαστε «ανώριμοι». Μαζί με τους «ευρωλιγούρηδες» ανδρώθηκε και μία τάξη σύγχρονων «μαυραγοριτών», δηλαδή επιτήδειων που έμαθαν να αρπάζουν τις επιδοτήσεις, να σιτίζονται από κοινοτικά προγράμματα, να χρηματοδοτούνται για να προβάλουν την «ευρωπαϊκή ιδέα» και να υπακούν στις «ντιρεκτίβες» μιας απρόσωπης πολυεθνικής γραφειοκρατίας, που τελικά όμως υπηρετεί τα συμφέροντα συγκεκριμένων «κυρίαρχων» κρατών.
Μετά την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος που έδωσε έμφαση στο «μοντέλο αυτάρκειας» η κουβέντα ξανάρχισε, αλλά κινήθηκε σε στείρα ιδεολογικά στερεότυπα του τύπου «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», μέχρι που σύσσωμο το πολιτικό κατεστημένο της χώρας αποφάσισε ότι η ένταξη είναι μονόδρομος.
Το κρίσιμο σημείο καμπής που ασφαλώς εξανέμισε κάθε προοπτική αυτόνομης ανάπτυξης σφραγίστηκε με τη βιαστική ένταξη της Ελλάδας στο κοινό νόμισμα, που ναρκοθέτησε την παραγωγική βάση της εθνικής οικονομίας και υποθήκευσε το μέλλον των ελληνικών εξαγωγών.
Τα Μνημόνια και το ξεπούλημα της εθνικής περιουσίας ήταν απλώς το όψιμο «τίμημα» (υπό τη μορφή παραδειγματικής τιμωρίας) για την ανοχή των ισχυρών της Ε.Ε. στην ισότιμη συμμετοχή ενός κράτους «β’ κατηγορίας».
Σήμερα η συμμετοχή δεν είναι καν ισότιμη. Η Ελλάδα δεν έχει δικαίωμα λόγου και αρκείται στον ρόλο που της προσφέρουν με το αναπτυξιακό μοντέλο… Άγιου Δομίνικου σε βαλκανική εκδοχή. Δεν παράγει τίποτα, δεν εξάγει τίποτα, χτίζει μόνο ξενοδοχεία και εισάγει λεφούσια τουριστών, ολοένα και πιο χαμηλής εισοδηματικής στάθμης, που ευελπιστεί να της λύσουν το βιοποριστικό ζήτημα κατά την ίδια έννοια που οι εισαγόμενοι λαθρομετανάστες θα λύσουν-υποτίθεται-το δημογραφικό.
Αυτά, όμως, λίγο πολύ τα γνωρίζουμε. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο αντίλογος σε αυτόν τον θλιβερό ρόλο που μας επιφυλάσσει η Ε.Ε. έχει πλήρως απαγορευτεί. Την ώρα που σε χώρες ακόμα και αναξιοπαθούσες, όπως η γειτονική Βουλγαρία, διατυπώνονται τεκμηριωμένες αντιρρήσεις για την είσοδο στο «ευρώ», στην Ελλάδα ο «μονόδρομος» καλά κρατεί. Οποιοσδήποτε τολμήσει έστω και να ψιθυρίσει ότι ήρθε η ώρα να «το δούμε αλλιώς» απομονώνεται ως μίασμα. Προσωπικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις οικονομολόγων όπως ο μακαρίτης Θόδωρος Κατσανέβας, η Μαρία Δελιβάνη, ο Νίκος Ιγγλέσης ή ο Δημήτρης Καζάκης, οι απόψεις των οποίων δαιμονοποιήθηκαν ή αποσιωπήθηκαν, δεν γνωρίζω κανέναν που να υποστηρίζει δημόσια ότι θα πρέπει να εξετάσουμε εναλλακτικές λύσεις, έξω από την ασφυκτική ομηρία του ευρώ. Τέτοιες κουβέντες έστω και υπό τη μορφή «άσκησης εργασίας» σχεδόν ποινικοποιούνται από την ευρωσιτιζόμενη κάστα πολιτικών, δημοσιογράφων, αλλά και ακαδημαϊκών που βλέπουν ως μόνη ρεαλιστική λύση να μείνουμε στα χάλια που είμαστε για να λέμε ότι «Μείναμε Ευρώπη».
Υπάρχει, όμως, μία θεμελιώδης διαφορά. Μέχρι χθες το πρόβλημα ήταν κατά βάση οικονομικό. Σήμερα, δυστυχώς, επεκτείνεται σε υπαρξιακά ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ίδια την επιβίωση του ελληνικού κράτους. Γιατί πλέον η Ελλάδα χωρίς κανένα δικαίωμα αντίρρησης καλείται να συμμετέχει σε αποφάσεις εξόφθαλμα αντίθετες με τα εθνικά της συμφέροντα. Αποφάσεις που αγγίζουν χορδές αυτοσυντήρησης, όπως η συμμετοχή σε πολεμικές περιπέτειες που δεν μας αφορούν ή ο εκβιασμός για εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στον προαιώνιο εχθρό. Για πρώτη φορά δηλαδή από την περίοδο των Μνημονίων το ερώτημα δεν αφορά τη συμμετοχή μας στο κοινό νόμισμα, αλλά στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή καθεαυτή…
* Ο δημοσιογράφος Γιώργος Χαρβαλιάς είναι συγγραφέας του βιβλίου «Γιαβόλ! Αίμα, Λήθη και Υποτέλεια».
Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Δημοκρατία στις 8-6-25.